Έχουν ύπερβή πάν όριον προκλήσεως οί, εύάριθμοι βεβαίως, άνά την Έλλάδα…ρεμπετολόγοι και λοιποί ίδιότροποι, οί είς έξεζητημένας προτιμήσεις προς τά ύποπροϊόντα έκείνα «μουσικής», τά καλούμενα «ρεμπέτικα» …ρέποντες!
Αποδύονται είς άγωνιώδεις προσπαθείας, προκειμένου να μας «πείσουν» πώς τάχα, πέραν όλων των άλλων «καλών», τά έμετοφόρα το πλείστον «ρεμπετοειδή» άσματα συνιστούν την «άπόκρυφον ίστορίαν των Έλλήνων»!!!
Αύτοί οί όποίοι έκστομίζουν τοιαύτα βλάσφημα, άπαράδεκτα και άνιστόρητα, γνωρίζουν τι έστί άπόκρυφον είς την Έθνικήν μας Θρησκευτικήν και έν ταύτώ και την Μουσικήν(Ύμνολογίαν των Θεών μας) μας Παράδοσιν; Όχι, ως άποδεικνύεται άπό τάς άμετροεπείας των.
Θα ήδύναντο να το μάθουν μόνον, έφ΄ όσον ήνήγοντο(άναχθούν) είς την Παιδείαν των Όρφικών Μουσικών Διδασκάλων. ΄Απόκρυφον έστί έκείνο, το όποίον δεν κοινολογείται προς πάντας. Και τούτο διά τον λόγον ότι, πάς όστις δεν έχει την στοιχειώδη έστω μυητικήν προπαρασκευήν είς τον Λόγον του Όντος και της Κοσμικής Ύπάρξεως, έκρίνετο άπό τά Ίερατεία μας ως άκατάλληλος προς μέθεξιν προς τά Άγια Ρήματα της Μυστηριακής Γνώσεως.
Ύπό την έννοιαν αύτήν ή τοιαύτη Γνώσις καλείται Άπόκρυφος, έφ΄όσον δεν παρέχεται άπό τους Μύστορας είμή μόνον είς τους Μεμυημένους. Τίνα σχέσιν έχει λοιπόν προς την τοιαύτην λειτουργίαν Αύτογνωσίας ό ...ΧΑΜΕΝΟΣ είς την πνευματικήν και κοινωνικήν άδράνειαν ψευδορεμπέτης, ό το πλείστον παρασιτών, ό έμφανισθείς άμα τη ένάρξει του 20ού μ.Ά.Τ. αίώνος; Δηλαδή ό μήπω ρεμβαστής, ό αύτοαποκαλούμενος «ρεμπέτης», ό όποίος άποτροπιάζεται τον «ρέμπελον», ήγουν τον έπαναστάτην, τον φιλελεύθερον; Ούδεμίαν.
΄Ως προκύπτει άπό την έπανεμφανιζομένην, και δή άπό κρατικά ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα, τοιαύτην εύτελίζουσαν το Έλληνικόν μουσικόν αίσθημα «κουλτούραν» των άσχημονούντων και προς τον ίωνικόν και τον φρυγικόν μουσικόν ρυθμόν τοιούτων «ρεμπετών», μετά τούτους παραμένουν άμετανόητοι είς τάς άπαραδέκτους παραποιήσεις των μουσικών μας πραγμάτων και παραδόσεων καί αύτοί ούτοι οί έπίγονοί των.
Ύμνολογούν και αύτοί το χασίσιον με τους μπαγλαμάδας των (:«Δε μού λέτε-δε μού λέτε/το χασίσι πού πουλιέται;»), την διακίνησιν του «χόρτου»(:«Το καράβι άπ’ την Περσία/πιάσθηκε στην Κορινθία»), την κοινωνικήν άδράνειαν(: «Όταν καπνίζη ό λουλάς/έσύ δεν πρέπει να ΄μιλάς» κ.ά.π!!!).
Ούδέποτε ό τοιούτος «ρεμπέτης» έδωκε σημεία διαλογισμού προς την κατάστασιν τών του κόσμου πραγμάτων. Ούδεμίαν τοιαύτην διάσκεψιν με τον έαυτόν του έποίησεν. Διό ούδέ αύτό το δικαίωμα της άποκλήσεως αύτού του ίδίου ως ρεμπέτου-ρεμβαστού κέκτηται.
Τό έχουν παραεξευτελίσει οί διάφοροι έλκόμενοι άπό τοιαύτα έπινοήματα νόων, τά όποία ούτε τον λαόν έδιασκέδαζον, ούτε βεβαίως είχον καμμίαν σχέσιν προς τους όμίλους του έσωτερικού μας λόγου, τους Φρύγας και τους Ίωνας έσμούς των Γνωστικών, οί όποίοι έθεράπευον μουσικούς ρυθμούς γνωστούς είς την σημερινήν δημώδη μουσικήν παράδοσιν της Άσιατικής ΄Ελλάδος.
Προς τους τοιούτους έσμούς όμως ούδεμίαν σχέσιν είχον και έχουν οί «ρεμπέται». Είναι ξένοι προς την έσωτεριστικήν μουσικήν φιλολογίαν. Μάλλον ρέπουν προς την φλυαρίαν και τους κλαυθηρισμούς μέ παράγωγα-ύποπροϊόντα «μουσικής», τά «ρεμπέτικα».
Πλήν, ούτοι καταχρώμενοι προσβάσεών των είς την διαβόητον «κουλτούραν» των άρεσκομένων είς προσεγγίσεις του κρυπτομένου είς το περιθώριον της κοινωνίας-και όχι του άποκρύφου-και, δι΄ αύτών, των μέσων δημοσίων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, προβαίνουν είς μίαν άπαράδεκτον, μονομερή προβολήν αύτών, των ρεμπετοειδών, ως τάχα της μόνης έν Έλλάδι ύπαρχούσης σοβαράς παραγωγής είς τον τομέα της μουσικής!
Ποίους όμως έμπαίζουν; Διότι προσβάλλουν την αίσθητικήν μας καταφώρως, όλων ήμών οί όποίοι έχομεν έπαφήν μέ τήν Μουσικήν μας Παράδοσιν, την Παράδοσιν του ΄Ελληνισμού. Δηλαδή την Μεγάλην Δημώδη Μουσικήν μας Παράδοσιν, την όποίαν άποστρέφονται οί ρεμπετοειδείς. Διότι ούτοι ούτε το ζήν όμολογουμένως τη Φύσει όμολογούν, ούτε το ήρωϊκώς ζήν έξαίρουν, ούτε προς το φιλελεύθερον πνεύμα φιλικώς διάκεινται, ούτε παράγοντες τής συλλογικότητος έπιζητούν να είναι, ούτε τον έρωτα ύμνούν.
Θέλουν να ζούν είς το περιθώριον της κοινωνίας προκαλούντες την κοινωνίαν. Και-πρό παντός!- άποφεύγουν έπιμελώς τάς προκλήσεις προς την έξουσίαν, της όποίας δεν έξετάζουν το ποιόν, ήγουν την ύπαρξιν ή μη ύπαρξιν νομιμοποιήσεως. Τους είναι άδιάφορον τούτο, έφ΄ όσον αύτη δεν τους άποτρέπει άπό την μαστούραν των.
Άποτελεί έντροπήν διά την Έλλάδα, ή τοιαύτη έκτροπή των πραγμάτων είς τον μουσικόν μας χώρον. Ή Έλλάς, όμως, πέραν των «ρεμπετών» και των (έξ ίνδίας κλαπέντων)«λαϊκών», ώς και άλλων έξ αύτών έλκομένων μπουζουκοσυνθετών, έχει πραγματικήν Έλληνικήν Μουσικήν Παραγωγήν. Και είς τον τομέα της Συμφωνικής και της Μουσικής του Μελοδράματος.
Όμως έπεβλήθη, διατηρείται και συντηρείται άπό τους γνωστούς κύκλους ή παραθεώρησις του έργου των πραγματικών Έλλήνων Μουσουργών. Προβάλλονται δε κατά κόρον άπό άρκετών δεκαετιών ήδη μονομερώς οί μπουζουκοσυνθέται!
Γνωρίζει το Έλληνικόν κοινόν, -διότι αύτό του μεταδίδουν οί πολυπληθείς πρώην παράνομοι ραδιοτηλεοπτικοί δίαυλοι-, πάν άσμα(χάσμα) ρεμπετοειδές ή «λαϊκόν»(τούτο προήλθεν κατά την δεκαετίαν του ΄60 έξ ύποκλοπής άπό μουσικά μέρη ίνδικών κινηματογραφικών ταινιών, μη ύποβαλλούσης μέχρι τούδε της άρμοδίας ίνδικής ύπηρεσίας έγκλήσεως και άγωγής κατά των τοιούτων ύποκλοπέων ψευδολαϊκών «συνθετών» και «τραγουδιστών»).
Άλλά ένα άλλο μεγάλο κοινόν, το όποίον δεν θέλει ν΄ άποβάλη την σχέσιν του και έπαφήν με τον Μουσικόν μας Πολιτισμόν, διατηρεί τους δεσμούς του πρός την Έλληνικήν Μουσικήν Δημιουργίαν. Και άπαιτεί άπό τους διαφόρους διαχειριζομένους την λειτουργίαν των δημοσίων ραδιοτηλεοπτικών μέσων να τό σεβασθούν. Διότι και έκ των ίδικών του είσφορών προς αύτά συναριθμούνται και συναποτελούνται αί παχυλαίς των άμοιβαίς.
Δεν είναι δυνατόν να έχωμεν άκούσει τά πάντα άπό τά «τέλια» των μπουζουκίων και να μην έχωμεν άκούση το άριστούργημα του Σπύρου Σαμάρα «Η ΚΙΘΑΡΑΤΑ», ένα έργον διά τεσσαράκοντα(40) κιθάρας! Τούτο το έργον παρεστάθη και είς Παρισίους. Είς το περιώνυμον θέατρον αύτών «ΟΛΥΜΠΙΑ». Και κατά την παράστασιν ήτο παρών και ό μεγάλος Γαλλός Μουσουργός Κάρολος Γκουνώ. Όστις, τόσον συνεκινήθη έκ της άκροάσεως του τοιούτου Έλληνικού μουσικού έργου, ώστε, καίτοι ύπέργηρος, άλλά συνειδητός Γαλάτης, άνήλθεν έπί της σκηνής και ένηγκαλίσθη και ήσπάσθη τον Έλληνα Μουσουργόν!
Το έχει άκούσει τούτο το έργον κανείς Έλλην της σήμερον; Προφανώς ούδείς! Και τούτο, διότι κάποιοι παράγοντες της έγχωρίας μουσικής μας ύποκουλτούρας πράττουν το πάν, ίνα μη έχωμεν γνώσιν και έπαφήν με την πραγματικήν Μουσικήν Δημιουργίαν και να προβάλουν δε τάς άρρωστημένας «μουσικάς» των ίδιοτροπίας! Τούτ΄ αύτό, βεβαίως πράττουν και είς τον τομέα της Γλώσσης μας, διαιωνίζοντες το πάντοτε σοβούν Γλωσσικόν μας Ζήτημα. Είναι δε ό Σπύρος Σαμάρας ό συνθέτης του «ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ ΥΜΝΟΥ».
Όφείλομεν όμως νά γνωρίζομεν το έργον των πρό και μετά την Παλιγγενεσίαν Μουσουργών, Συνθετών Έλληνικής Μουσικής. Αύτής, την όποίαν κακώς άποκαλούμεν «δυτικήν» και, δήθεν, ξενόφερτον. Είναι αύτη Έλληνική Μουσική, ή όποία προήλθεν κατά την Άναγέννησιν είς την Μεγάλην ΄Ελλάδα, την Καλαυρίαν και την έξ Έλλήνων και Ίλλυριών(άρβανιτών) κατοικουμένην «ίταλοποιηθείσαν» Βενετίαν.
Τά Ριζώματα αύτής της Μουσικής ύπάρχουν είς την Δημώδη μουσικήν μας Παράδοσιν, τάς «Όμιλίας». Την όποίαν άποστρέφεται, βεβαίως, ό «ρεμπετισμός»(ό όποίος άπό του 1970 άπέκτησεν και κομματικήν «ταυτότητα», άφού τον περιέθαλψαν οί καιροσκοπούντες άεργοι «φιλεργατικοί» παρακμίαις του πολιτικού μας βίου, ως δήθεν έκφραστήν των πόθων «...για μια παραπέρα θεώρησι του λαϊκού αίτήματου άποστασιοποίησης άπό τά φτιαξίματα της άστικής τάξης…», ως λέγουν και γράφουν τινές, παρασιτούντες όμως είς τά άστη…).
Ή Όπερα είναι δημιούργημα των Έλλήνων της Καλαυρίας. Έξ αύτής οί λοιποί πληθυσμοί της Εύρώπης ήρχισαν να διδάσκωνται την όργανικήν μουσικήν τής Ίταλίας, να την έκτιμούν, να την οίκειοποιούνται και να την άναπαράγουν. Αύτήν την μουσικήν ήγάπησαν Γερμανοί και Ρώσσοι. Οί όποίοι ήργάσθησαν δραστηρίως και άόκνως σχετικώς και την έμβολίασαν αύτήν την Έλληνικήν Μουσικήν με τάς έγχωρίας αύτών μουσικάς δημώδεις παραδόσεις.
Μόνον έν Έλλάδι, παραλλήλως προς τον γλωσσικόν ψευδοδημοτικισμόν, -αύτό το αίσχος τού νύν γλωσσικού μας καταντήματος, δηλαδή της ζερβοδεξιόθεν «έκτραφείσης» ΑΓΛΩΣΣΙΑΣ (γλωσσικής άπισχνάνσεως), το όποίον έπιβληθέν πραξικοπηματικώς τώ 1975, έφερεν την Άγγλωσίαν είς τον λαόν μας-προέβαλεν το άναιδές πρόσωπόν του και ό ρεμπετισμός έπί σκοπώ ύποσκελίσεως πέραν της «κλασσικής» μας και αύτής ταύτης της δημώδους μουσικής μας παραδόσεως!
Ποίος; ΄Ο ρεμπετισμός των λάγνων της εύτελίσεως της μουσικής αίσθητικής μας και «νομιμοποιήσεως» της άντικοινωνικότητος των έκφραστών αύτού! Διότι το μόνον το όποίον δεν δύνανται να ίσχυρισθούν οί θεωρητικοί της παρακμιακής αύτής παραμουσικής, του ρεμπετισμού, είναι πώς οί «ρεμπέτες» διέθετον μουσικήν άγωγήν ή κοινωνικάς εύαισθησίας. Δέν δύνανται να ίσχυρισθούν τοιούτον τι. Διότι τους γνωρίζομεν. Διότι, οί Θεσσαλονικείς ίδία, τους έγνώρισαν καλά.
Και κατά την περίοδον του καθεστώτος της 4ης Αύγούστου και κατά τά έπόμενα έτη της- ταίς άμαρτίαις της κοινής ζερβο-δεξιάς μισελληνικότητος-, έθνικής μας άποδιοργανώσεως. Και έχουν άποψιν έπί του θέματος της στάσεως και της συμπεριφοράς των τοιούτων αύτοβούλως περιθωριοποιηθέντων είς τον κοινωνικόν μας χώρον. Πολύ δε περισσότερον γνωρίζουν ποίαι ήσαν αί πολυσχιδείς «διασυνδέσεις» τούτων με την έξουσίαν και την παραεξουσίαν.
Ή Θεσσαλονίκη ύπήρξεν άείποτε λάτρισσα της Καντάδας και της Κιθαρωδίας. Το μαρτυρούν τούτο οί πολλοί σύλλογοι αύτής των μουσοφίλων και των χορωδών. Είναι έγκληματική ή προσπάθεια τινών προσδώσεώς της τής ίδιότητος ώς περιθαλψάσης τάχα τον έσμόν των «ρεμπετών», οί όποίοι έξεβράσθησαν προπολεμικώς είς τον λιμένα της προέρχόμενοι-διωχθέντες έκ του λιμένος Πειραιώς.
Και τούτο ούτοι έπραξαν, ίνα, λάθρα βιούντες είς πολυπληθές άστικόν περιβάλλον, άποφύγουν το ρετσινόλαδον των μεταξικών-μανιαδικών καθαρμάτων, με το όποίον ταύτα έπότιζον τους Βλάχους και τους Ποντίους της ύπαίθρου της Κεντρικής Μακεδονίας, έπειδή τους ένοχλούσαν τά Έλληνοπρεπέστατα ίδιώματά των και ή άπροθυμία των άναγνωρίσεως του καθεστώτος της φάρας των Γκλύγκξμπουργκ.
Χρέος ήμών των Έλλήνων Όλυμπιστών Θρησκευτών είναι να συγκροτήσωμεν Ένώσεις Προωθήσεως της Έλληνικής Κλασσικής Μουσικής και δή έκείνης, ή όποία διεσώθη έκ του πυρός των πυρπολήσεων των μελανηφορούντων κακοποιών, Έθνικής Μουσικής της Άπολλωνίου Λύρας.
Πρέπει να ύποχρεωθούν τά δημόσια ραδιοτηλεοπτικά μέσα να μεταδίδουν Έλληνικήν Κλασσικήν Μουσικήν. Οί Θεοδωράκις(«Μουσική για τις μάζες», 1973) και Χατζηδάκις (παθιασμένος με τους ρεμπέτας, δίδει διαλέξεις ύπέρ αύτών τώ 1948) δεν είναι αύτοί, οί όποίοι έκφράζουν την μουσικήν μας αίσθητικήν, ούτε τάς προσδοκίας μας διά μίαν Μουσικήν ΄Αναγέννησιν.
Άς μείνουν με τά μπουζούκια και τους ρεμπέτες των και τά άπό αύτούς παραχθέντα. Δεν είναι δυνατόν να είναι αύτοί γνωστώτεροι του Λεονταρίτου, του Χαλκιοπούλου_Μαντζάρου, του Καρέρη, του Σαμάρα, του Καλομοίρη, του Σακκελαρίδου, του Σκαλκώτα, του Ριάδη, του Μιχαηλίδου κ.ά.π.
Το Γ΄ Πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας και ή Τηλοψία ΕΡΤ3 ύποχρεούνται ν΄ άφήσουν την ξενομανίαν των, την «τζάζ» και τά άμερικανικά ή άμερικανόφερτα «φωνητικά» - ήχορρυπαντικά συγκροτήματα και να μεταδίδουν είς χρόνους προσφόρους (πρωΐ και άπόγευμα) Έλληνικήν Κλασσικήν Μουσικήν, όπως και Μαθήματα ΄Αρχαίας Έλληνικής Γλώσσης.
Το Γ΄ Πρόγραμμα άλλωστε δι΄ αύτό συνεστήθη άπό τον λόγιον Διονύσιον Ρώμαν. Και θα πρέπει να κόψη την μετάδοσιν καθ΄ έκάστην και ώραν 08.00 π.μ τής «κυριακής προσευχής» προς τον Ίεχωβάν, τον όποίον ό άτυχής μικρός άναγνώστης αύτής της «κυριακής προσευχής» τόν παρακαλεί «να έλθη έν τη Βασιλεία του»!
Δεν τον θέλομεν ήμείς οί Όλυμπισταί ούδέ ως θεόν, ούδέ να έλθη έν τη «βασιλεία» του. Διότι ήμείς είμεθα Έλληνες. Και ό Έλλην είναι Δημοκράτης, είτε κατά το Λυκούργειον, είτε κατά το Σολώνειον Πολιτειακόν Σύστημα. Έν Έλλάδι ό λαός μας άτύπως έχει κηρυχθή ύπέρ της Θρησκείας και της Πολιτείας της Δημοκρατίας των Πνευμάτων. Όπότε, ού τόπος διά τον Ίεχωβάν και την «βασιλείαν» του.
Ή Έλλάς έχει ΄Εθνικήν Θρησκείαν, την Όλυμπικήν. Και τάς εύχάς και προσευχάς μας προς την Μητέρα Θεάν ήμών Δήμητρα(την μετά του Ήρωος Ήρακλέους έμπεδωσάσης το Δημοκρατικόν μας Ίδεώδες) και τον Μουσηγέτην Άπόλλωνα θα πρέπει να τάς άπευθύνωμεν και άπό ραδιοφωνίας και άπό τηλοψίας την πρωϊαν και το έσπέρας καθ΄ έκάστην, και δή άπό των δημοσίων τούτων μέσων ένημερώσεως. Τά όποία όφείλουν να ύπηρετούν τον Λαόν και όχι τους άποκεκομμένους άπό τάς, σύν ταίς άλλαις, αίσθητικάς του παραδόσεις.
Δεν ύπηρετείται ή Μουσική μας Παιδεία και Αίσθητική είς τάς διαβλητάς(και διά λόγους μη είσπράξεως δημοσίων έσόδων) «συναυλίας» των μπουζουκοσυνθετών και μπουζουκοτραγουδιστών. Οί όποίοι μάλιστα άναγνωρίζουν πώς αί ίδιαι αύτών «μουσικαί» καταβολαί, ως και έκείνη του «ρεμπετισμού», άνάγονται είς το «Βυζάντιον» και την έκ των έβραιοϊουδαϊκών χαβρών προερχομένην «μουσικήν» των άπεχθών ρινοφωνιών ρασοφόρων και «ψαλτών»!
Ύπάρχει έν προκειμένω πλήρης άσυδοσία μεταδόσεως προϊόντων «μουσικής» τά όποία δεν άπηχούν την Παράδοσίν μας. Έφ΄ όσον έχομεν Δημοκρατίαν, έστω και έπιτροπευομένην-έπισκοπουμένην, ό καθείς δύναται να πράττη ό,τι βούλεται, έφ΄ όσον, όμως, δεν προσβάλη τους άλλους και τάς Άξίας του Έθνους έκ του όποίου προέρχεται.
Διό, δεν δικαιούνται να μας δίδουν «μαθήματα» «μουσικής για τις μάζες», ούτε να παραθεωρούν τά έκ κοινού νοός προερχόμενα μουσικά μας κριτήρια οί «θεωρητικοί» των ρεμπετικών κρυπτομένων άπό τον τραφέντα με την μεγάλην Μουσικήν Δημώδη Παράδοσίν του Έλληνα, είς την όποίαν έν ούδεμιά περιπτώσει δύνανται να καταλεχθούν τά «ρεμπέτικα»…
Πηγές:
Ομάδα αποκαταστασης Ελληνων στο θρησκευα (η σελίδα)
Εκκλησία των Ελλήνων στο θρήσκευμα
(Άπόσπασμα άπό το άνέκδοτον έργον Βασιλείου Πελασγού-Γουσίου: «Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»)
Αποδύονται είς άγωνιώδεις προσπαθείας, προκειμένου να μας «πείσουν» πώς τάχα, πέραν όλων των άλλων «καλών», τά έμετοφόρα το πλείστον «ρεμπετοειδή» άσματα συνιστούν την «άπόκρυφον ίστορίαν των Έλλήνων»!!!
Αύτοί οί όποίοι έκστομίζουν τοιαύτα βλάσφημα, άπαράδεκτα και άνιστόρητα, γνωρίζουν τι έστί άπόκρυφον είς την Έθνικήν μας Θρησκευτικήν και έν ταύτώ και την Μουσικήν(Ύμνολογίαν των Θεών μας) μας Παράδοσιν; Όχι, ως άποδεικνύεται άπό τάς άμετροεπείας των.
Θα ήδύναντο να το μάθουν μόνον, έφ΄ όσον ήνήγοντο(άναχθούν) είς την Παιδείαν των Όρφικών Μουσικών Διδασκάλων. ΄Απόκρυφον έστί έκείνο, το όποίον δεν κοινολογείται προς πάντας. Και τούτο διά τον λόγον ότι, πάς όστις δεν έχει την στοιχειώδη έστω μυητικήν προπαρασκευήν είς τον Λόγον του Όντος και της Κοσμικής Ύπάρξεως, έκρίνετο άπό τά Ίερατεία μας ως άκατάλληλος προς μέθεξιν προς τά Άγια Ρήματα της Μυστηριακής Γνώσεως.
Ύπό την έννοιαν αύτήν ή τοιαύτη Γνώσις καλείται Άπόκρυφος, έφ΄όσον δεν παρέχεται άπό τους Μύστορας είμή μόνον είς τους Μεμυημένους. Τίνα σχέσιν έχει λοιπόν προς την τοιαύτην λειτουργίαν Αύτογνωσίας ό ...ΧΑΜΕΝΟΣ είς την πνευματικήν και κοινωνικήν άδράνειαν ψευδορεμπέτης, ό το πλείστον παρασιτών, ό έμφανισθείς άμα τη ένάρξει του 20ού μ.Ά.Τ. αίώνος; Δηλαδή ό μήπω ρεμβαστής, ό αύτοαποκαλούμενος «ρεμπέτης», ό όποίος άποτροπιάζεται τον «ρέμπελον», ήγουν τον έπαναστάτην, τον φιλελεύθερον; Ούδεμίαν.
΄Ως προκύπτει άπό την έπανεμφανιζομένην, και δή άπό κρατικά ραδιοτηλεοπτικά δίκτυα, τοιαύτην εύτελίζουσαν το Έλληνικόν μουσικόν αίσθημα «κουλτούραν» των άσχημονούντων και προς τον ίωνικόν και τον φρυγικόν μουσικόν ρυθμόν τοιούτων «ρεμπετών», μετά τούτους παραμένουν άμετανόητοι είς τάς άπαραδέκτους παραποιήσεις των μουσικών μας πραγμάτων και παραδόσεων καί αύτοί ούτοι οί έπίγονοί των.
Ύμνολογούν και αύτοί το χασίσιον με τους μπαγλαμάδας των (:«Δε μού λέτε-δε μού λέτε/το χασίσι πού πουλιέται;»), την διακίνησιν του «χόρτου»(:«Το καράβι άπ’ την Περσία/πιάσθηκε στην Κορινθία»), την κοινωνικήν άδράνειαν(: «Όταν καπνίζη ό λουλάς/έσύ δεν πρέπει να ΄μιλάς» κ.ά.π!!!).
Ούδέποτε ό τοιούτος «ρεμπέτης» έδωκε σημεία διαλογισμού προς την κατάστασιν τών του κόσμου πραγμάτων. Ούδεμίαν τοιαύτην διάσκεψιν με τον έαυτόν του έποίησεν. Διό ούδέ αύτό το δικαίωμα της άποκλήσεως αύτού του ίδίου ως ρεμπέτου-ρεμβαστού κέκτηται.
Τό έχουν παραεξευτελίσει οί διάφοροι έλκόμενοι άπό τοιαύτα έπινοήματα νόων, τά όποία ούτε τον λαόν έδιασκέδαζον, ούτε βεβαίως είχον καμμίαν σχέσιν προς τους όμίλους του έσωτερικού μας λόγου, τους Φρύγας και τους Ίωνας έσμούς των Γνωστικών, οί όποίοι έθεράπευον μουσικούς ρυθμούς γνωστούς είς την σημερινήν δημώδη μουσικήν παράδοσιν της Άσιατικής ΄Ελλάδος.
Προς τους τοιούτους έσμούς όμως ούδεμίαν σχέσιν είχον και έχουν οί «ρεμπέται». Είναι ξένοι προς την έσωτεριστικήν μουσικήν φιλολογίαν. Μάλλον ρέπουν προς την φλυαρίαν και τους κλαυθηρισμούς μέ παράγωγα-ύποπροϊόντα «μουσικής», τά «ρεμπέτικα».
Πλήν, ούτοι καταχρώμενοι προσβάσεών των είς την διαβόητον «κουλτούραν» των άρεσκομένων είς προσεγγίσεις του κρυπτομένου είς το περιθώριον της κοινωνίας-και όχι του άποκρύφου-και, δι΄ αύτών, των μέσων δημοσίων ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών, προβαίνουν είς μίαν άπαράδεκτον, μονομερή προβολήν αύτών, των ρεμπετοειδών, ως τάχα της μόνης έν Έλλάδι ύπαρχούσης σοβαράς παραγωγής είς τον τομέα της μουσικής!
Ποίους όμως έμπαίζουν; Διότι προσβάλλουν την αίσθητικήν μας καταφώρως, όλων ήμών οί όποίοι έχομεν έπαφήν μέ τήν Μουσικήν μας Παράδοσιν, την Παράδοσιν του ΄Ελληνισμού. Δηλαδή την Μεγάλην Δημώδη Μουσικήν μας Παράδοσιν, την όποίαν άποστρέφονται οί ρεμπετοειδείς. Διότι ούτοι ούτε το ζήν όμολογουμένως τη Φύσει όμολογούν, ούτε το ήρωϊκώς ζήν έξαίρουν, ούτε προς το φιλελεύθερον πνεύμα φιλικώς διάκεινται, ούτε παράγοντες τής συλλογικότητος έπιζητούν να είναι, ούτε τον έρωτα ύμνούν.
Θέλουν να ζούν είς το περιθώριον της κοινωνίας προκαλούντες την κοινωνίαν. Και-πρό παντός!- άποφεύγουν έπιμελώς τάς προκλήσεις προς την έξουσίαν, της όποίας δεν έξετάζουν το ποιόν, ήγουν την ύπαρξιν ή μη ύπαρξιν νομιμοποιήσεως. Τους είναι άδιάφορον τούτο, έφ΄ όσον αύτη δεν τους άποτρέπει άπό την μαστούραν των.
Άποτελεί έντροπήν διά την Έλλάδα, ή τοιαύτη έκτροπή των πραγμάτων είς τον μουσικόν μας χώρον. Ή Έλλάς, όμως, πέραν των «ρεμπετών» και των (έξ ίνδίας κλαπέντων)«λαϊκών», ώς και άλλων έξ αύτών έλκομένων μπουζουκοσυνθετών, έχει πραγματικήν Έλληνικήν Μουσικήν Παραγωγήν. Και είς τον τομέα της Συμφωνικής και της Μουσικής του Μελοδράματος.
Όμως έπεβλήθη, διατηρείται και συντηρείται άπό τους γνωστούς κύκλους ή παραθεώρησις του έργου των πραγματικών Έλλήνων Μουσουργών. Προβάλλονται δε κατά κόρον άπό άρκετών δεκαετιών ήδη μονομερώς οί μπουζουκοσυνθέται!
Γνωρίζει το Έλληνικόν κοινόν, -διότι αύτό του μεταδίδουν οί πολυπληθείς πρώην παράνομοι ραδιοτηλεοπτικοί δίαυλοι-, πάν άσμα(χάσμα) ρεμπετοειδές ή «λαϊκόν»(τούτο προήλθεν κατά την δεκαετίαν του ΄60 έξ ύποκλοπής άπό μουσικά μέρη ίνδικών κινηματογραφικών ταινιών, μη ύποβαλλούσης μέχρι τούδε της άρμοδίας ίνδικής ύπηρεσίας έγκλήσεως και άγωγής κατά των τοιούτων ύποκλοπέων ψευδολαϊκών «συνθετών» και «τραγουδιστών»).
Άλλά ένα άλλο μεγάλο κοινόν, το όποίον δεν θέλει ν΄ άποβάλη την σχέσιν του και έπαφήν με τον Μουσικόν μας Πολιτισμόν, διατηρεί τους δεσμούς του πρός την Έλληνικήν Μουσικήν Δημιουργίαν. Και άπαιτεί άπό τους διαφόρους διαχειριζομένους την λειτουργίαν των δημοσίων ραδιοτηλεοπτικών μέσων να τό σεβασθούν. Διότι και έκ των ίδικών του είσφορών προς αύτά συναριθμούνται και συναποτελούνται αί παχυλαίς των άμοιβαίς.
Δεν είναι δυνατόν να έχωμεν άκούσει τά πάντα άπό τά «τέλια» των μπουζουκίων και να μην έχωμεν άκούση το άριστούργημα του Σπύρου Σαμάρα «Η ΚΙΘΑΡΑΤΑ», ένα έργον διά τεσσαράκοντα(40) κιθάρας! Τούτο το έργον παρεστάθη και είς Παρισίους. Είς το περιώνυμον θέατρον αύτών «ΟΛΥΜΠΙΑ». Και κατά την παράστασιν ήτο παρών και ό μεγάλος Γαλλός Μουσουργός Κάρολος Γκουνώ. Όστις, τόσον συνεκινήθη έκ της άκροάσεως του τοιούτου Έλληνικού μουσικού έργου, ώστε, καίτοι ύπέργηρος, άλλά συνειδητός Γαλάτης, άνήλθεν έπί της σκηνής και ένηγκαλίσθη και ήσπάσθη τον Έλληνα Μουσουργόν!
Το έχει άκούσει τούτο το έργον κανείς Έλλην της σήμερον; Προφανώς ούδείς! Και τούτο, διότι κάποιοι παράγοντες της έγχωρίας μουσικής μας ύποκουλτούρας πράττουν το πάν, ίνα μη έχωμεν γνώσιν και έπαφήν με την πραγματικήν Μουσικήν Δημιουργίαν και να προβάλουν δε τάς άρρωστημένας «μουσικάς» των ίδιοτροπίας! Τούτ΄ αύτό, βεβαίως πράττουν και είς τον τομέα της Γλώσσης μας, διαιωνίζοντες το πάντοτε σοβούν Γλωσσικόν μας Ζήτημα. Είναι δε ό Σπύρος Σαμάρας ό συνθέτης του «ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΥ ΥΜΝΟΥ».
Όφείλομεν όμως νά γνωρίζομεν το έργον των πρό και μετά την Παλιγγενεσίαν Μουσουργών, Συνθετών Έλληνικής Μουσικής. Αύτής, την όποίαν κακώς άποκαλούμεν «δυτικήν» και, δήθεν, ξενόφερτον. Είναι αύτη Έλληνική Μουσική, ή όποία προήλθεν κατά την Άναγέννησιν είς την Μεγάλην ΄Ελλάδα, την Καλαυρίαν και την έξ Έλλήνων και Ίλλυριών(άρβανιτών) κατοικουμένην «ίταλοποιηθείσαν» Βενετίαν.
Τά Ριζώματα αύτής της Μουσικής ύπάρχουν είς την Δημώδη μουσικήν μας Παράδοσιν, τάς «Όμιλίας». Την όποίαν άποστρέφεται, βεβαίως, ό «ρεμπετισμός»(ό όποίος άπό του 1970 άπέκτησεν και κομματικήν «ταυτότητα», άφού τον περιέθαλψαν οί καιροσκοπούντες άεργοι «φιλεργατικοί» παρακμίαις του πολιτικού μας βίου, ως δήθεν έκφραστήν των πόθων «...για μια παραπέρα θεώρησι του λαϊκού αίτήματου άποστασιοποίησης άπό τά φτιαξίματα της άστικής τάξης…», ως λέγουν και γράφουν τινές, παρασιτούντες όμως είς τά άστη…).
Ή Όπερα είναι δημιούργημα των Έλλήνων της Καλαυρίας. Έξ αύτής οί λοιποί πληθυσμοί της Εύρώπης ήρχισαν να διδάσκωνται την όργανικήν μουσικήν τής Ίταλίας, να την έκτιμούν, να την οίκειοποιούνται και να την άναπαράγουν. Αύτήν την μουσικήν ήγάπησαν Γερμανοί και Ρώσσοι. Οί όποίοι ήργάσθησαν δραστηρίως και άόκνως σχετικώς και την έμβολίασαν αύτήν την Έλληνικήν Μουσικήν με τάς έγχωρίας αύτών μουσικάς δημώδεις παραδόσεις.
Μόνον έν Έλλάδι, παραλλήλως προς τον γλωσσικόν ψευδοδημοτικισμόν, -αύτό το αίσχος τού νύν γλωσσικού μας καταντήματος, δηλαδή της ζερβοδεξιόθεν «έκτραφείσης» ΑΓΛΩΣΣΙΑΣ (γλωσσικής άπισχνάνσεως), το όποίον έπιβληθέν πραξικοπηματικώς τώ 1975, έφερεν την Άγγλωσίαν είς τον λαόν μας-προέβαλεν το άναιδές πρόσωπόν του και ό ρεμπετισμός έπί σκοπώ ύποσκελίσεως πέραν της «κλασσικής» μας και αύτής ταύτης της δημώδους μουσικής μας παραδόσεως!
Ποίος; ΄Ο ρεμπετισμός των λάγνων της εύτελίσεως της μουσικής αίσθητικής μας και «νομιμοποιήσεως» της άντικοινωνικότητος των έκφραστών αύτού! Διότι το μόνον το όποίον δεν δύνανται να ίσχυρισθούν οί θεωρητικοί της παρακμιακής αύτής παραμουσικής, του ρεμπετισμού, είναι πώς οί «ρεμπέτες» διέθετον μουσικήν άγωγήν ή κοινωνικάς εύαισθησίας. Δέν δύνανται να ίσχυρισθούν τοιούτον τι. Διότι τους γνωρίζομεν. Διότι, οί Θεσσαλονικείς ίδία, τους έγνώρισαν καλά.
Και κατά την περίοδον του καθεστώτος της 4ης Αύγούστου και κατά τά έπόμενα έτη της- ταίς άμαρτίαις της κοινής ζερβο-δεξιάς μισελληνικότητος-, έθνικής μας άποδιοργανώσεως. Και έχουν άποψιν έπί του θέματος της στάσεως και της συμπεριφοράς των τοιούτων αύτοβούλως περιθωριοποιηθέντων είς τον κοινωνικόν μας χώρον. Πολύ δε περισσότερον γνωρίζουν ποίαι ήσαν αί πολυσχιδείς «διασυνδέσεις» τούτων με την έξουσίαν και την παραεξουσίαν.
Ή Θεσσαλονίκη ύπήρξεν άείποτε λάτρισσα της Καντάδας και της Κιθαρωδίας. Το μαρτυρούν τούτο οί πολλοί σύλλογοι αύτής των μουσοφίλων και των χορωδών. Είναι έγκληματική ή προσπάθεια τινών προσδώσεώς της τής ίδιότητος ώς περιθαλψάσης τάχα τον έσμόν των «ρεμπετών», οί όποίοι έξεβράσθησαν προπολεμικώς είς τον λιμένα της προέρχόμενοι-διωχθέντες έκ του λιμένος Πειραιώς.
Και τούτο ούτοι έπραξαν, ίνα, λάθρα βιούντες είς πολυπληθές άστικόν περιβάλλον, άποφύγουν το ρετσινόλαδον των μεταξικών-μανιαδικών καθαρμάτων, με το όποίον ταύτα έπότιζον τους Βλάχους και τους Ποντίους της ύπαίθρου της Κεντρικής Μακεδονίας, έπειδή τους ένοχλούσαν τά Έλληνοπρεπέστατα ίδιώματά των και ή άπροθυμία των άναγνωρίσεως του καθεστώτος της φάρας των Γκλύγκξμπουργκ.
Χρέος ήμών των Έλλήνων Όλυμπιστών Θρησκευτών είναι να συγκροτήσωμεν Ένώσεις Προωθήσεως της Έλληνικής Κλασσικής Μουσικής και δή έκείνης, ή όποία διεσώθη έκ του πυρός των πυρπολήσεων των μελανηφορούντων κακοποιών, Έθνικής Μουσικής της Άπολλωνίου Λύρας.
Πρέπει να ύποχρεωθούν τά δημόσια ραδιοτηλεοπτικά μέσα να μεταδίδουν Έλληνικήν Κλασσικήν Μουσικήν. Οί Θεοδωράκις(«Μουσική για τις μάζες», 1973) και Χατζηδάκις (παθιασμένος με τους ρεμπέτας, δίδει διαλέξεις ύπέρ αύτών τώ 1948) δεν είναι αύτοί, οί όποίοι έκφράζουν την μουσικήν μας αίσθητικήν, ούτε τάς προσδοκίας μας διά μίαν Μουσικήν ΄Αναγέννησιν.
Άς μείνουν με τά μπουζούκια και τους ρεμπέτες των και τά άπό αύτούς παραχθέντα. Δεν είναι δυνατόν να είναι αύτοί γνωστώτεροι του Λεονταρίτου, του Χαλκιοπούλου_Μαντζάρου, του Καρέρη, του Σαμάρα, του Καλομοίρη, του Σακκελαρίδου, του Σκαλκώτα, του Ριάδη, του Μιχαηλίδου κ.ά.π.
Το Γ΄ Πρόγραμμα της Ραδιοφωνίας και ή Τηλοψία ΕΡΤ3 ύποχρεούνται ν΄ άφήσουν την ξενομανίαν των, την «τζάζ» και τά άμερικανικά ή άμερικανόφερτα «φωνητικά» - ήχορρυπαντικά συγκροτήματα και να μεταδίδουν είς χρόνους προσφόρους (πρωΐ και άπόγευμα) Έλληνικήν Κλασσικήν Μουσικήν, όπως και Μαθήματα ΄Αρχαίας Έλληνικής Γλώσσης.
Το Γ΄ Πρόγραμμα άλλωστε δι΄ αύτό συνεστήθη άπό τον λόγιον Διονύσιον Ρώμαν. Και θα πρέπει να κόψη την μετάδοσιν καθ΄ έκάστην και ώραν 08.00 π.μ τής «κυριακής προσευχής» προς τον Ίεχωβάν, τον όποίον ό άτυχής μικρός άναγνώστης αύτής της «κυριακής προσευχής» τόν παρακαλεί «να έλθη έν τη Βασιλεία του»!
Δεν τον θέλομεν ήμείς οί Όλυμπισταί ούδέ ως θεόν, ούδέ να έλθη έν τη «βασιλεία» του. Διότι ήμείς είμεθα Έλληνες. Και ό Έλλην είναι Δημοκράτης, είτε κατά το Λυκούργειον, είτε κατά το Σολώνειον Πολιτειακόν Σύστημα. Έν Έλλάδι ό λαός μας άτύπως έχει κηρυχθή ύπέρ της Θρησκείας και της Πολιτείας της Δημοκρατίας των Πνευμάτων. Όπότε, ού τόπος διά τον Ίεχωβάν και την «βασιλείαν» του.
Ή Έλλάς έχει ΄Εθνικήν Θρησκείαν, την Όλυμπικήν. Και τάς εύχάς και προσευχάς μας προς την Μητέρα Θεάν ήμών Δήμητρα(την μετά του Ήρωος Ήρακλέους έμπεδωσάσης το Δημοκρατικόν μας Ίδεώδες) και τον Μουσηγέτην Άπόλλωνα θα πρέπει να τάς άπευθύνωμεν και άπό ραδιοφωνίας και άπό τηλοψίας την πρωϊαν και το έσπέρας καθ΄ έκάστην, και δή άπό των δημοσίων τούτων μέσων ένημερώσεως. Τά όποία όφείλουν να ύπηρετούν τον Λαόν και όχι τους άποκεκομμένους άπό τάς, σύν ταίς άλλαις, αίσθητικάς του παραδόσεις.
Δεν ύπηρετείται ή Μουσική μας Παιδεία και Αίσθητική είς τάς διαβλητάς(και διά λόγους μη είσπράξεως δημοσίων έσόδων) «συναυλίας» των μπουζουκοσυνθετών και μπουζουκοτραγουδιστών. Οί όποίοι μάλιστα άναγνωρίζουν πώς αί ίδιαι αύτών «μουσικαί» καταβολαί, ως και έκείνη του «ρεμπετισμού», άνάγονται είς το «Βυζάντιον» και την έκ των έβραιοϊουδαϊκών χαβρών προερχομένην «μουσικήν» των άπεχθών ρινοφωνιών ρασοφόρων και «ψαλτών»!
Ύπάρχει έν προκειμένω πλήρης άσυδοσία μεταδόσεως προϊόντων «μουσικής» τά όποία δεν άπηχούν την Παράδοσίν μας. Έφ΄ όσον έχομεν Δημοκρατίαν, έστω και έπιτροπευομένην-έπισκοπουμένην, ό καθείς δύναται να πράττη ό,τι βούλεται, έφ΄ όσον, όμως, δεν προσβάλη τους άλλους και τάς Άξίας του Έθνους έκ του όποίου προέρχεται.
Διό, δεν δικαιούνται να μας δίδουν «μαθήματα» «μουσικής για τις μάζες», ούτε να παραθεωρούν τά έκ κοινού νοός προερχόμενα μουσικά μας κριτήρια οί «θεωρητικοί» των ρεμπετικών κρυπτομένων άπό τον τραφέντα με την μεγάλην Μουσικήν Δημώδη Παράδοσίν του Έλληνα, είς την όποίαν έν ούδεμιά περιπτώσει δύνανται να καταλεχθούν τά «ρεμπέτικα»…
Πηγές:
Ομάδα αποκαταστασης Ελληνων στο θρησκευα (η σελίδα)
Εκκλησία των Ελλήνων στο θρήσκευμα
(Άπόσπασμα άπό το άνέκδοτον έργον Βασιλείου Πελασγού-Γουσίου: «Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ»)