Ήρθε η ώρα για να σας πω ένα παραμύθι που μου το αφηγήθηκαν κάποια πολύ παλιά μαρμαρα...
Κάποτε σε μια χωρα ιερή ζούσε ο Μικρός Νικολάκης ήταν παιδί γεμάτο περιέργεια και όλο ρωτούσε, ρωτούσε για τους θεούς και για το σύμπαν όλο ρωτούσε για την Γαία και για την ψυχή του ανθρώπου...Ο μικρός Νικολάκης μεγάλωνε και διδαχθηκε όλα όσα ρωτούσε κάποτε και όλα τα δέχτηκε σαν πραγματικότητα ενώ τα εξέταζε με την κριτική του σκέψη μιας που είχε καταφέρει να γίνει και αυτός σοφός μέσα στους πολλούς της χώρας του. Μονο για ένα πράγμα είχε αμφιβολίες και έτσι ο μεγάλος σε ηλικία πλέον Νικολάκης ακόμα δεν μπορούσε να κατανοήσει την ψυχή του ανθρώπου όσα και αν διδάχθηκε για αυτήν...Γυρνούσε όλη την χωρα του για να βρει εκείνον το δάσκαλο που θα μπορούσε να του απαντήσει για το ερώτημα που τον βασάνιζε από μικρό, έτσι ξεκίνησε ταξίδι μα πουθενά δεν έβρισκε εκείνη την απάντηση που γύρευε και οι μέρες περνούσαν όπως και η ζωή...Απογοητευμένος ποια και αρκετά γερασμένος αποφάσισε να ζήσει τα τελευταία του χρονια κοντά στην ενδοξότερη πόλη...Οι μέρες περνούσαν και εκείνο το ερώτημα ποτε δεν σταμάτησε να τον απασχολεί μα είχε σταματήσει να ψάχνει και προσπαθούσε πλέον να βρει την μούσα που θα του χαρίσει εκείνη την έμπνευση για να αφήσει στα τεκνα του άξιους λόγους για να προπορευτούν και εκείνα στην ζωή τους...Μια μέρα όπου φιλοσοφούσε με τον ευατό του πέρασε από μπρός του ένας ακουστός και θαυμαστός σοφός που ζούσε σε πιθάρι...Εκείνος τότε τον σταμάτησε προσφέροντας του οίνο και φιλοξενία όμως ο σοφός του απάντησε <<Να τον δεχτώ τον οίνο το καλοπροαίρετο και την φιλοξενία σου μα τι σαν δώρο να σου φέρω>> αμέσως στον νου του Νικολάκη ήρθε εκείνο το ερώτημα που χρονια τώρα τον καίει και απάντησε ευθείς στον άστεγο σοφό του <<Σοφέ εσύ που ξακουστός παντού είσαι, γιατί κανέναν δεν άφησες δίχως απάντηση σε όλα να λοιπόν το δώρο μου μια απάντηση γυρεύω>> και έτσι ο πυθαροφερείς έκατσε και ήπιε και έφαγε και την φιλοξενία του Νικολάκη χόρτασε ώσπου τον ρώτησε ποια απάντηση γυρεύει. Ο γερασμένος Νικολάκης με μιας το ερώτημα του θέτει και ο σοφός ο άστεγος γελάει και γελάει...<<Γιατί γελάς σοφέ μήπως θαρρείς πως είσαι ποιο έξυπνος από όλους μας, ποιο συνετός στα θεία>> και ο σοφός με φωνή ήσυχη ποια του απαντάει <<Ακου μεγάλε μου άνθρωπε τι συμφορές ζητείς εμενα άστεγο θαρρείς μα άστεγοι είμαστε όλοι, γιατί της ψυχής το σπίτι της είναι το σώμα όλων, και σαν το σπίτι ποια χαθεί άλλο πιθάρι ψάχνει κ΄ αναζητεί>> τα ματια του Νικολάκη ήταν έτοιμα να δακρύσουν μέσα σε λίγα λεπτά κατανόησε ότι δεν μπορούσε να κατανοήσει τόσα χρονια διδάγματος από πολλούς σοφούς διότι ο άστεγος σοφός είχε απόλυτο δίκιο, άστεγη είναι η ψυχή και πιθάρι αναζητεί σώμα λιτό και δυνατό ούτε μεγάλο ούτε μικρό όπως το πιθάρι είναι απλό έτσι το σώμα να ναι καθαρό και σαν χρειάζεται στολίδια να είναι λιτά και όμορφα σαν του πιθαριού σε αρμονια τα δάκτυλα του πλάστη...Ο άστεγος σοφός ξεκίνησε να φύγει μα πλέον στον μικρό Νικολάκη πολλά ερωτήματα γεννιούνται και πολλές απαντήσεις πλέον ψάχνει, <<σοφέ πριν φύγεις μια ερώτηση ακόμα να σου κάνω, πως να θυμάμαι στο επόμενο πιθάρι την ψυχή πως να θυμάται να την κάνω>> και η απάντηση ήταν αυτή που έπρεπε <<Καλε μου Νικολάκη θυμάσαι τούτον που πήγαινε για την παλια Ιθάκη, πολλά μέρη ταξίδεψε και σε πολλά μέρη εκάθει, μέχρις ότου στο τερματικό του έφτασε να θυμηθεί το αεράκι της ιθάκης, κανε υπομονή και συ ιθάκη δικη σου θα βρείς>>...Ύστερα από λίγο καιρό ο Νικολάκης έφυγε και άλλαξε σώμα όπως το είπε ο σοφός με το πιθάρι μα δεν θυμόταν και έτσι και αυτός ταξίδευε μέχρι να βρει Ιθάκη, ζωές περνούσαν και ο κόσμος άλλαξε είτε με φωτιά είτε με σπαθιά η ιερή του χωρα εχάθη Και από ζωή σε ζωή περνούσανε τα χρονια εκεί που κάποτε φιλοσοφούσε τώρα καθότανε και μοιρολογούσε...Και πέρασαν τα χρονια πολλά ονόματα άλλαξε μα με το ζόρι του δίναν το όνομα πλέον τώρα και ο Νικολάκης με το όνομα το γλυκό απόκτησε όνομα ξένο...Και η ζωές περνούσαν και εκείνος ξανά γεννιόταν και σε μερικές εποχές θυμόταν τόσα δά ελάχιστα και όποτε θυμόταν το ίδιο τέλος είχε είτε ματια του βγάζανε είτε την κεφαλή, και ξανά γεννιόταν ακόμα ποιο δυστυχισμένος, μέχρις ότου οι μνήμες θαφτήκανε ακόμα ποιο βαθιά και όταν έναν Θεό από τους παλιούς του νοσταλγούσε κρυφό μαράζι το κανε και ύστερα το ξεχνούσε...Και στις διαφορες ζωές του γνώριζε ψυχές γεμάτες γνώση, έτσι γνώρισε μια μέρα σε μια ζωή του έναν στρατηγό απ΄τον λαό του δοξασμένο που πλήθους έφερε στο κεφάλι, και οι δυο τους θυμήθηκαν από που προέρχονταν και τους θεούς εκείνους που άλλοι ξέσκισαν πολέμησαν και έθαψαν ώσπου οι μνήμες γύρισαν και γίνανε θυμος και είδανε την χωρα τους καμένη και έρημη. Έτσι μαζί αποφάσισαν να αγωνιστούν, να ξανά έρθει ζωή στα μέρη τους να ξανά έρθει η φλόγα. Μα πέσαν πάνω τους πολλοί δήθεν είχαν του Θεού την χάρη να σκοτώνουν και να παραποιούν για των ψυχών τους το καλό και την ζωή της άλλης...Και έτσι βασανίστηκαν και πέθαναν και ύστερα ξεχάστηκαν...Και ο μικρός Νικολάκης ξανά έπεσε στο μαρτύριο του να γεννιέται δίχως τις μνήμες του σε έναν ξένο κόσμο, δούλος να ξανά γεννιέται, ραγιάς να λογαριάζετε ρωμιός να λησμονιέτε...Και πέρασε ο καιρός και περνούσαν χρονια και αιώνες και οποιος θυμότανε ποτε του δεν το έλεγε μοναχα σπίθες άναβε που περίμεναν άλλους...Και ο μικρός Νικολάκης γεννιόταν πλέον άδοξα και έτσι έγραφε ποιήματα και έργα και τα άφηνε παραγγελια για την επομενη ζωή του...Ώσπου έφτιαξε κληρονομιά μεγάλη και ήρθε η μέρα μου θυμήθηκε...Δεν ήταν πλέον μονος του, βρήκε ξανά τους φίλους του τον άστεγο με το πιθάρι εκείνον τον στρατηγό με πλήθους γεμιστό και άλλους φίλους από καιρούς ξεχασμένους, και θυμήθηκαν τα ΠΑΝ τα όλα σαν μια φλόγα, ορκίστηκαν ποτε, ΠΟΤΕ να μην ξεχάσουν και πλέον όλοι μαζί μια νέα αρχή θα κάνουν, να βρούνε τα αδερφια τους που ακομα δεν θυμούνται...Μα ποτε δεν ξέχασε την λήθη και το σκότος γ΄αυτό λοιπόν πλέον δεν πέθαινε πριν σίγουρος να είναι, πως τα δικά του τα παιδιά ελευθερα θα ζούνε...Πως Μοίρες θα ελευθερώσει ποτε να μην χαθούνε και ελεύθερες και αυτες μαζι με τα παιδια να ζούνε...Και έτσι Νίκος ονομάστηκε και όχι Νικολάκης και νίκες έφερε πολλές ηρωικές μεγαλες για να θυμάται η ανθρωπότητα ποτε μην λησμονήσει πως όταν Νίκος θυμηθεί μια Νίκη θα μιλήσει...
Και΄δω το παραμύθι τελειωσε ολίγον, οποιος το κατάλαβε ακόμα να θυμάται, πως όταν έρθει ο καιρός ο μύθος να μιλήσει, τότε τα νοήματα όλοι θα έχουν λύσει...
Οσο για τα μάρμαρα εκείνα που μιλάνε καθένας σας μπορεί να τα επισκεφτεί, να ακούσει λόγια όμορφα μα και τραγικά συνάμα...