Οι αρχαίοι Έλληνες ήταν άνθρωποι εύθυμοι και γλεντζέδες και χαίρονταν τη ζωή, σα γνήσια παιδιά της φύσης με την οποία ήταν στενά δεμένοι. Εκτιμούσαν πολύ τα αστεία, που τα θεωρούσαν ένδειξη πολιτισμού.
Αυτό το μαρτυρεί και η ετυμολογία της ίδιας της λέξης. Το αστείο προέρχεται από το άστυ, την πόλη και δηλώνει ότι αστεία κάναν οι πολιτισμένοι κάτοικοι των πόλεων και όχι οι χωριάτες των αγρών που γιαυτό ήταν αγροίκοι. (Η διάκριση αυτή πέρασε και στη νέα ελληνική όπου έχουμε το χωρατό, το πολιτισμένο αστείο των κατοίκων της χώρας, δηλαδή της πόλης σε αντιπαράθεση με τη χωριατιά, των αγροίκων κατοίκων του χωριού).
Οι ευθυμότεροι χωρίς άλλο από τους αρχαίους Έλληνες ήταν οι Τροιζήνιοι, που τους έλεγαν φιλογέλωτες, γιατί δεν σταματούσαν να χωρατεύουν και να αστειεύονται ακόμα και την ώρα των συνελεύσεων της Εκκλησίας του Δήμου. Και ναι μεν τα αστεία και τα πειράγματα προκαλούσαν άφθονα γέλια, εμπόδιζαν όμως την ομαλή λειτουργία των συνελεύσεων, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να παίρνουν αποφάσεις σε σοβαρά ζητήματα.
Τελικά καταφύγαν στο Μαντείο των Δελφών, μήπως ο Απόλλων τους βρει κάποια λύση. Η Πυθία τους συμβούλεψε πως τότε μόνο θα θεραπευθούν αν καταφέρουν να θυσιάσουν στον Ποσειδώνα έναν ταύρο, χωρίς καθ΄όλη τη διάρκεια της προετοιμασίας και της θυσίας να γελάσει έστω και ένας από τους συμμετέχοντες.
Συμμορφώθηκαν με την εντολή του θεού αλλά καλού κακού κατά τη διάρκεια των προετοιμασιών της θυσίας διώξαν από το χώρο όλα τα παιδιά, μήπως με τις αναπόφευκτες σκανταλιές τους δώσουν αφορμή στους μεγάλους να γελάσουν. Έτσι και έγινε αλλά την ώρα ακριβώς της θυσίας οι ιεροθύτες ανακάλυψαν έναν πιτσιρικά, που παρακολουθούσε κρυμμένος τη διαδικασία.
-- Φύγε από δω μικρέ, του βάλαν τις φωνές
-- Γιατί, φοβάστε μη σας φάω τον ταύρο;
απάντησε αυτός θαρρετά, προκαλώντας ακράτητα γέλια..
Όπως ήταν επόμενο η θυσία ματαιώθηκε, γιατί οι Τροιζήνιοι κατάλαβαν πως ο θεός ήθελε να τους δείξει ότι η περίπτωσή τους ήταν ανίατη.