Ἕλληνας καλεῖσθαι τοὺς τῆς παιδεύσεως τῆς ἡμετέρας ἢ τοὺς τῆς κοινῆς φύσεως μετέχοντας.
Ισοκράτη, Πανηγυρικός
Γράφει : o Πάνος Ν.Ρούσσης
Στις 20 του περασμένου Ιουλίου εγκαινιάσθηκε στην Αθήνα και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, έκθεση που έχει σαν θέμα, τον τρόπο ζωής της Αθηναίας γυναίκας στην διάρκεια της περιόδου από τον 7ο μέχρι τον 4ο αι, π.Χ. Η έκθεση αυτή παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά με μεγάλη επιτυχία στο Ωνάσειο Πολιτιστικό ΄Ιδρυμα της Νέας Υόρκης στις Η.Π.Α. και μετεφέρθη στην Αθήνα όπου εμπλουτίσθηκε ακόμα περισσότερο με νέα ευρήματα.
Ποιός όμως είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος της Αθηναίας γυναίκας στην χρονική περίοδο που εξετάζουμε και ποιός ήταν ο τρόπος και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκείνη ζούσε ;
Μήπως θα πρέπει να αρκεσθούμε γι’αυτό αναγνωρίζοντας σαν εκπρόσωπό της μια διανοουμένη και φημισμένη ποιήτρια, την Σαπφώ από την Λέσβο ή μήπως την Ξανθίπη, την γυναίκα του Σωκράτη που έμεινε στην ιστορία με την προσωνυμία «η Μέγαιρα», αφού ο Σωκράτης την απέπεμψε με σκαιό τρόπο από το κρεβάτι του θανάτου, προτιμώντας να πεθάνει ανάμεσα στους άνδρες μαθητές του ;
Μήπως πάλι θα πρέπει να αναφερθούμε στην Ιππαρέτη την σύζυγο του Αλκιβιάδη, που για ν’αντιμετωπίσει τον διασυρμό της από τον σύζυγό της, εγκατέλειψε το σπίτι τους και τρέχοντας κατέφυγε στον αρμόδιο άρχοντα της πόλεως και κατέθεσε αίτηση διαζυγίου, πράγμα πρω-τοφανές για τα ήθη της εποχής εκείνης, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Αλκιβιάδης διαλαλούσε στην αγορά ότι ήταν ελεύθερος να συζεί με πόρνες κι’ακόμα να τις μπάζει στο σπίτι του, ή ακόμα να αναφερθούμε στην Ασπασία την σύντροφο του Περικλή, που γεννημένη στην Μίλητο ήλθε στην Αθήνα και από εταίρα υψηλού επιπέδου εξελίχθηκε σε διευθύντρια οίκου εταίρων και που βασική της δουλειά ήταν να εκπαιδεύει ομάδες νεαρών κοριτσιών για να γίνουν εταίρες, και από εκεί, σε μια από τις πιο διάσημες γυναίκες της Αθήνας του 5ου π.Χ.αι;
Αυτές λοιπόν οι επώνυμες Αθηναίες που έμειναν στην ιστορία με τα καμώματά τους, αποτελούν τον αντιπροσωπευτικό τύπο της Αθηναίας της εποχής εκείνης, ή θα πρέπει να την αναζητήσουμε στην ανώνυμη αστή που ζούσε στις υπώρειες και τριγύρω από τον ιερό βράχο καθώς και στους γύρω δήμους;
Kατ’ αρχήν, οι γυναίκες που ζούσαν στην κλασική Αθήνα χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες. Των πολιτών, των μετοίκων και των δούλων, όπως αντίστοιχα και οι άνδρες. Για να γίνει κανείς Αθηναίος
«πολίτης», έπρεπε να έχει γεννηθεί στην Αθήνα και να έχει «έγγειο ιδιοκτησία»(1), ενώ το 451/450 π.Χ. ο Περικλής νομοθέτησε ότι Αθηναίος πολίτης, ήταν αυτός που κατήγετο από πατέρα πολίτη και μητέρα αστή. Η αναγνώριση στα κορίτσια της ιδιότητος της αστής (γαμηλεία)(2), γινόταν στην γιορτή των Απατουρίων (3), χωρίς όμως να τους αναγνωρίζεται καμιά δικαιοπρακτική δυνατότητα, κι’ακόμα κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Ως «Μέτοικοι» χαρακτηρίζοντο οι ξένοι που ήσαν μόνιμα εγκατεστημένοι στην Αθήνα χωρίς όμως να έχουν πολιτικά δικαιώματα.
Τέλος οι δούλοι βασικά ήσαν αιχμάλωτοι ή αιχμάλωτες που πιάστηκαν στην μάχη ή που πουλήθηκαν ως λεία κάποιας επιδρομής. Δούλες επίσης εμφανίζονταν ανάμεσα στα δώρα που αντήλλασαν οι άρχοντες, κι’ακόμα οι αγορασμένες γυναίκες, όπως π.χ. η Ευρύκλεια, η τροφός του Οδυσσέα και μετά του Τηλέμαχου, αγορασμένη από τον Λαέρτη αντί των είκοσι βοδιών.
Πρωταρχικός στόχος και καθήκον της γυναίκας από την τάξη των «πολιτών», απέναντι στην πόλη της Αθήνας, ήταν ο γάμος και η μητρότητα. ΄Ομως γάμος δεν μπορούσε να γίνει αν μια κοπέλλα δεν είχε μπει στην περίοδο των εμμήνων ρύσεων, δηλαδή κατά μέσον όρον στην ηλικία των 14 ετών. Η Αθηναϊκή νομοθεσία απηγόρευε επίσης τον γάμο μεταξύ δύο απογόνων που είχαν βγεί από την ίδια μήτρα, ενώ παιδιά από τον ίδιο πατέρα αλλά από διαφορετική μητέρα επιτρεπόταν να παντρευτούν μεταξύ τους.(4)
Η διαδικασία του γάμου δεν διέφερε και πολύ από την σημερινή. Πριν από τον γάμο προηγείτο ο αρραβώνας, που ήταν μία σύμβασις που συνήπτε ο κηδεμόνας της νύφης με τον κηδεμόνα του γαμπρού, αν αυτός ήταν πολύ νέος ή με τον ίδιο τον γαμπρό αν αυτός ήταν ενήλικος.
Όπως είναι επόμενο όλη αυτή η διαδικασία γινόταν για να προστατεύσουν οι γονείς τις κόρες τους.Η προίκα της νύφης έπρεπε να μένει άθικτη σε όλη της την ζωή και να χρησιμοποιείται και μόνον για να αποδίδει ένα εισόδημα για την συντήρησή της. Κανείς δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει την προίκα για άλλον σκοπό, ούτε ακόμα και ο σύζυγος, αλλά ούτε κάν η ίδια. Ο σύζυγος μπορούσε να εκμεταλευτεί το αρχικό κεφάλαιο, ήταν όμως υποχρεωμένος να συντηρεί την σύζυγό του απ’το εισόδημα της προίκας. Σε περίπτωση λύσεως του γάμου, ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει την προίκα στον κηδεμόνα της πρώην πλέον συζύγου του, άθικτη ή εάν καθυστερούσε την επιστροφή της, να πληρώσει το κεφάλαιο με τόκο υπολογιζόμενο με 18%.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, δεν υπήρχε στην αρχαία Ελληνική γλώσσα, ειδικός όρος για την απόδωση της ενοίας του θεσμού του γάμου. Η πράξις με την οποία ένα ζευγάρι ενωνόταν νόμιμα ονομαζόταν «εγγύη».Στην ουσία ήταν μιά προφορική υπόσχεση που δινόταν «ενώπιον μαρτύρων», βάσει της οποίας η νύφη παραδινόταν απ’τον πατέρα ή τον κηδεμόνα της στον μέλλοντα σύζυγό της, με την δημιουργία ενός προικώου συμβολαίου ανάμεσα στους δύο οίκους.(5)
Μετά απ’αυτή την τακτοποίηση η γυναίκα ερχόταν να κα- τοικήσει στο σπίτι του συζύγου της ή του πατέρα του, κι’αυτή η συγκατοίκηση ήταν αυτή που θεμελίωνε την νομιμότητα του γάμου, όπως επίσης η ανταλλαγή των «έδνων»(6) καί η γαμήλια τελετή εισδοχής της νύφης στο σπίτι του συζύγου της.
Η προίκα, που δεν ήταν υποχρεωτική, αποτελούνταν βασικά από νομίσματα, από ενδύματα, από πολύτιμα σκεύη, αλλά και από ακίνητα τα οποία ο πατέρας της νύφης εμπιστευόταν στον γαμπρό του, χωρίς όμως να παραιτείται από ένα δικαίωμα εποπτείας επ’αυτών, μέσω μια ειδικής μορφής υποθήκης η οποία λεγόταν «αποτίμημα» (7).
Από τα παραπάνω εκτεθέντα συμπεραίνεται ότι η Αθηναία έμενε πάντα μιά ανήλικη και επομένως σαν ανήλικη είχε ανάγκη να κηδεμονεύεται από κάποιον άνδρα, πρώτα απ’τον πατέρα της και μετά από τον σύζυγό της, και αν αυτός πέθαινε πρώτος από τον γιό της, ή ακόμα απ’τον πιο στενό της συγγενή. ΄Ηταν εντελώς αδιανόητη η ύπαρξις μιας ανύπαντρης ή παντρεμένης γυναίκας, ανεξάρτητης, που να διαχειρίζεται μόνη της την προσωπική της περιουσία. Είναι επίσης προφανές ότι ποτέ μια νέα γυναίκα δεν είχε την ελευθερία να επιλέξει τον σύντροφό της. Ο γάμος αποφασιζόταν απ’ τον πατέρα της ή τον κηδεμόνα της όταν αυτή έμπαινε στην εφηβεία, και ήταν αυτός που επέλεγε τον σύζυγό της που συνήθως ήταν μέσα απ’ το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Δεν μπορούμε επίσης να μιλήσουμε για διαζύγιο με την μορφή που αυτό υπάρχει σήμερα. Θα ήταν προτιμότερο να μιλήσουμε για μια «απόφαση διακοπής σχέσεων», απόφαση που σχεδόν πάντα την έπαιρνε ο σύζυγος, ή με κοινή συνέναιση.Σ’ αυτή λοιπόν την περίπτωση, ο σύζυγος απλά έστελνε πίσω στον πεθερό του τη γυναίκα του και υποχρεωτικά και την προίκα της άθικτη όπως την είχε παραλάβει κατά τον αραββώνα, πράγμα που λειτουργούσε ανασταλτικά για τον χωρισμό, ιδιαίτερα όταν η προίκα δεν υπήρχε πλέον.
Ο πατέρας ή ο κηδεμόνας της ήταν πλέον ελεύθερος να την ξαναπαντρέψει, αφού και η προίκα ήταν αφάγωτη και οι γυναίκες με προίκα, ευπρόσδεκτες αφού η αναλογία ανδρών και γυναικών στην Αθήνα ήταν πέντε άνδρες προς μιά γυναίκα. Στην ίδια περίπτωση, η γυναίκα, είτε μπορούσε να υποβάλλει την «αίτηση διακοπής σχέσεων» μέσω του κηδεμόνα της, δηλαδή του .... συζύγου της, είτε να ενεργήσει ως ενήλικη, οπότε έπρεπε να καταθέσει την αίτησή της αυτοπροσώπως στον τοπικό άρχοντα.Για την περίπτωση αυτή έχουμε την μαρτυρία του Πλούταρχου ( 8 ), που μας πληροφορεί ότι η Ιππαρέτη, σύζυγος του Αλκιβιάδη,όταν έμαθε ότι ο σύζυγός της την απατούσε με ξένες και Αθηναίες εταίρες(9) έφυγε απ’το σπίτι τους και κατέφυγε στο σπίτι του αδελφού της Καλλία. Στη συνέχεια εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως και όχι δι’αντιπροσώπου όπως έπρεπε στον αρμόδιο άρχοντα και του παρέδωσε την «απόφασή της διακοπής σχέσεων». ΄Οταν το έμαθε όμως ο Αλκιβιάδης, κατέφθασε κι’αυτός στο δικαστήριο, και αρπάζοντάς την απ’τα μαλλιά, την μετέφερε σηκωτή στο σπίτι τους, περνώντας μέσα απ’ την αγορά, χωρίς κανείς να τολμήσει να φέρει αντίρρηση, ή να του την πάρει από τα χέρια.
Ο κανόνας στην Αθήνα της κλασικής εποχής, ήταν η μονογαμία, δηλαδή ο Αθηναίος πολίτης είχε δικαίωμα να έχει μία μόνο νόμιμο σύζυγο, η οποία και του έδινε τους νόμιμους απογόνους.΄Ομως αυτός ο κανόνας δεν τηρείτο, και ο Αθηναίος μπορούσε να απολαμβάνει ελεύθερα τις περιποιήσεις των εταίρων, ή των «παλλακίδων»(10) που μπορούσε να τις φέρνει και στο σπίτι του, να συζούν όλοι μαζύ, και να του κάνει και παιδιά, χωρίς αυτό να είναι επιλήψιμο ή να συνιστά μοιχεία.
Η μόνη επιλήψιμη μοιχεία του συζύγου ήταν η διαπραττομένη με την νόμιμη σύζυγο άλλου Αθηναίου πολίτη.
Σε αντίθεση με τ’ανωτέρω, η μοιχεία της γυναίκας ήταν σοβαρό αδίκημα θεωρούμενο ως δημόσιο έγκλημα και επέφερε σοβαρές κυρώσεις και στους δύο μοιχούς. Κατ’ αρχήν ο απατηθείς σύζυγος είχε το δικαίωμα, αλλά όχι και την υποχρέωση, χωρίς να προηγηθεί δίκη, να φονεύσει τον εραστή της συζήγου του, ή το ολιγότερο να προσπαθήσει να κάνει έναν χρηματικό διακανονισμό μαζύ του.
Η μοιχαλίς όμως τιμωρείτο αυστηρά και ο απατηθείς σύζυγος είχε το δικαίωμα να την διώξει από το σπίτι του. Στην περίπτωση αυτή η μοιχαλίς ως κοινωνικά απόβλητη, δεν μπορούσε να βρεί νέο σύζυγο, δεν μπορούσε να λάβει μέρος σε δημόσιες τελετές, ούτε να φοράει κοσμήματα.
Η μοιχεία στην κλασική Αθήνα δεν ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο. Μάλλον δεν συνέβαινε τόσο συχνά μιά και οι ποινές για την μοιχα- λίδα ήσαν τόσο σοβαρές.΄Ενας λόγος παραπάνω γι’αυτό ήταν το γεγονός ότι η Αθηναία ήταν περιορισμένη στο σπίτι της και έτσι δεν είχε τα περιθώρια να έχει επαφές με άλλους άνδρες.
Η αστή καλής οικογενείας έμενε σπίτι της, τριγυρισμένη από τις δούλες της και έβγαινε απ’αυτό μόνο για να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα. Η φτωχή γυναίκα του λαού όμως ήταν αναγκασμένη
να βγαίνει απ’το σπίτι της για να πάει στην αγορά ή να εργασθεί σε πλούσια σπίτια ως τροφός ή ως παραδουλεύτρα. Εργασίες γυναικών όπως πωλήτριες ενδυμάτων ή φαγητού που είχαν ετοιμασθεί στο σπίτι, κι’ακόμα πλύστρες ρούχων, ή εργαζόμενες σε βιοτεχνίες ρουχισμού ή προσέχοντας μικρά παιδιά, ήσαν δουλειεές που μπορούσαν να κάνουν χωρίς να εμποδίζονται από καμιά διάταξη. Είναι γνωστή η περίπτωση της μητέρας του Ευριπίδη, η οποία κάθε μέρα πήγαινε στην αγορά για να πουλήσει τα χόρτα που μάζευε από το κτήμα της.
Όμως και η σχέση της με άλλες γυναίκες ήταν περιορισμένη αφού στην συντριπτική πλειονότητά τους έμεναν κλεισμένες στο σπίτι τους, μακρυά από οιανδήποτε άλλη επαφή με άλλες γυναίκες εκτός από
την μητέρα τους τις αδελφές τους και τις δούλες τους.
Μένοντας όμως στο σπίτι η Αθηναία σύζυγος είχε πάρα πολλές δουλειές να κάνει, αρχίζοντας από το γνέσιμο του μαλλιού, μετά την ύφανση στο αργαλειό για την κατασκευή ενδυμάτων,την ετοιμασία του φαγητού, την φροντίδα των μικρών παιδιών, την περίθαλψη των ασθενών και των ηλικιωμένων της οικογενείας, την εποπτεία των δούλων, αλλά κυρίως είναι αυτή που κρατάει το ταμείο του σπιτιού της όπου συσσωρεύονται τα αγαθά του οίκου, πραγματικός φύλακας της εστίας του σπιτιού.
Η Αθηναία σύζυγος δεν έβγαινε σπ’το σπίτι της για να πάει στην αγορά για να ψωνίσει. Αυτή ήταν καθαρά μιά ανδρική δουλειά.
Ο κανόνας ήταν, ο άνδρας τις εξωτερικές δουλειές, η γυναίκα τις δουλειές του σπιτιού.
Η Αθηναία, άν και είχε την δυνατότητα να παρακάθεται δίπλα στο σύζυγό της στα συμπόσια, το σύνηθες ήταν να παραμένει στο δωμάτιό της, έχοντας γύρω-γύρω τις υπηρέτριές της, γνέθοντας μαζύ τους το μαλλί για την ύφανση στον αργαλειό. Η αγαπημένη ασχολία των γυναικών του σπιτιού ήταν να ποάνε στην κοντινή βρύση ή πηγάδι και να κουβαλήσουν νερό στο σπίτι με υδρίες. Αυτή όμως ήταν δουλειά των υπηρετριών, που έτσι εύρισκαν τον τρόπο να συναναστραφούν με άλλες γυναίκες και να μάθουν τα κουτσομπολιά της πόλης, που έτρεχαν να τα μεταφέρουν στην κυρά τους.
Οι σύζυγοι τώρα των μετοίκων ζούσαν μια ζωή αρκετά παρόμοια με την ζωή των γυναικών αστών. Δίπλα όμως σ’αυτές ζούσαν και οι γυναίκες «Μέτοικοι», δηλαδή αυτές που είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα οικειοθελώς. Αυτές, επειδή έπρεπε να εξασφαλισθούν μόνες τους χρησιμοποιούσαν το αρχαιότερο γυναικείο επάγγελμα, και οι φτωχότερες γινόντουσαν πόρνες. Ορισμένες όμως απ’αυτές εξελίσοντο στις επονομαζόμενες «εταίρες».Αυτές ήσαν και οι μόνες πραγματικά ελεύθερες γυναίκες στην Αθήνα. Μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα και να συμμετέχουν στα συμπόσια όπου κρατούσαν «συντροφιά» σε ισχυρούς άνδρες από τους οποίους βέβαια συντηρούνταν(11).
Όλες οι αξιοπρεπείς Αθηναίες φορούσαν έναν απλό χιτώνα που ήταν από μαλλί ή λινάρι, δωρικού ή ιωνικού ρυθμού που εφτανε ως τους αστραγάλους. Πάνω από τον χιτώνα έριχναν ένα «ιμάτιον» που μπορούσαν να το ρίξουν πάνω απ’το κεφάλι τους, ώστε να δημιουργηθεί μια κουκούλα. Βέβαια οι πόρνες, οι εταίρες και οι παλλακίδες δεν ακολουθούσαν τον κανόνα και φορούσαν πολύχρωμα κροκωτά φορέματα.
Ο Ηρόδοτος (12) μας δίνει την πληροφορία ότι παλαιότερα όλες οι Αθηναίες φορούσαν δωρικό ένδυμα που στερεονώταν στον ώμο με περόνες. Κάποτε όμως οι Αθηναίες χρησιμοποίησαν αυτές τις περόνες (13) σαν όπλα εναντίον κάποιου που τους έφερε το θλιβερό μαντάτο για τον θάνατο ενός συζύγου τους, και θέλοντας να τις τιμωρήσουν, τις υποχρέωσαν να φορέσουν τον Ιωνικό χιτώνα, ο οποίος είχε ραφές αντί για περόνες.
΄Οσο κι’αν φαίνεται περίεργο, αυτές οι περιορισμένες στο σπίτι τους Αθηναίες γυναίκες, είχαν απόλυτη ελευθερία για την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.Συμμετείχαν ελεύθερα μαζύ με τους
άνδρες σ’όλες τις Αθηναϊκές λατρείες και πρώτα απ’όλες στα «Παναθήναια» που ήταν μιά γιορτή που οι Αθηναίοι τελούσαν κάθε χρόνο στην επέτειο της γεννήσεως της Αθηνάς. Στην γιορτή αυτή σημαντική παρουσία είχαν οι «κανηφόροι» που ήσαν κορίτσια παρθένοι, κόρες ευγενών οικογενειών που μετέφεραν ιερά κάνιστρα στην πομπή.
Κάθε τέσσερα χρόνια τελούνταν τα «Μεγάλα Παναθήναια» για τα οποία νεαρές Αθηναίες έραβαν τον καινούργιο πέπλο με τον οποίο έντυναν το ξόανο της θεάς. Ο πέπλος μεταφερόταν στον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη ανηρτημένος σαν ιστίο σ’ένα κατάρτι ενός πλοίου που κυλούσε πάνω σε ρόδες.
Στα «Μικρά» και στα «Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια» που τελούνταν κάθε χρόνο προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης (Περσεφόνη), η παρουσία νεαρών κοριτσιών αλλά και παντρεμένων γυναικών ήταν πληθωρική. Η «Δαδουχούσα», οι «Ιεροφαντίδες» και οι «Παναγείς» (πάναγνες) αποτελούσαν τους βοηθούς αντιστοίχως, των ανδρών ιερέων.
Στην «κερνοφορία» την πομπική δηλαδή περιφορά των ιερών σκευών, λάμβαναν μέρος μόνον γυναίκες που εκτελούσαν ιερούς χορούς στην ανάμνηση του μύθου των γυναικών της Ελευσίνας που χόρεψαν για να τιμήσουν την Δήμητρα.
Στα «Θεσμοφόρια» που ήταν μια μεγάλη γιορτή προς τιμήν της Δήμητρας, μονον ελεύθερες γυναίκες με άμεμπτη υπόληψη επιτρεπόταν να συμμετάσχουν. Η ύπαρξη των «Θεσμοφορίων» αλλά και άλλων
εορτών στις οποίες μετείχαν αποκλειστικά γυναίκες, έχει δεχθεί πολλές ερμηνείες. Η κυριότερη μας παραπέμπει στην μητριαρχική περίοδο της ανθρωπότητας όταν όλη η θρησκεία βρισκόταν στα χέρια γυναικών.
Ανακεφαλαιόνοντας όσα ανωτέρω ανεπτύχθησαν για την ζωή της Αθηναίας στην κλασική εποχή, βγαίνει το συμπέρασμα ότι μολονότι με τα σημερινά μέτρα, η ζωή της γυναίκας αυτής, μας φαίνεται περιορισμένη και άχαρη, χωρίς να της παρέχει ιδιαίτερα δικαιώματα και απολαύσεις, εν τούτοις δεν έχουμε το δικαίωμα να ισχυρισθούμε ότι η πλειονότητα των γυναικών αυτών ένιωθε δυσαρεστημένη και δυστυχισμένη. Δεν υπήρχε αόριστα ένα σύνολο Αθηναίων γυναικών, αλλά Αθηναίες αστές, μέτοικοι και δούλες. Η κάθε μία ζούσε βάσει των συνθηκών της τάξεώς της. Η σύζυγος του Αθηναίου πολίτη ζούσε πιό κοντά στις υπηρέτριές της παρά στις όμοιές της. Η γυναίκα του μέτοικου δεν ξεχώριζε από την αστή και ζούσε μιάν άνετη ζωή. Η εταίρα ήταν πιό ελεύθερη στις κινήσεις της και τέλος η δούλα ζούσε στη σκιά της κυράς της. ΄Ομως όσο και αν αυτές οι διαφορές τάξεως να ήσαν ουσιαστικές, αυτές διαλύονταν από το γεγονός ότι όλες αποκλείονταν απ’την πολιτική ζωή του τόπου. ΄Εμενε μόνον υπέρ της αστής το πλεονέκτημα ότι με το να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της αστικής τάξεως, ήταν απαραίτητη γι’αυτήν.
Επεξηγήσεις:
(1) Έγγειος ιδιοκτησία: F.Chatelet. Η γέννηση της ιστορίας. Εκδ.Σμίλη Αθ.1962. Σελ.61.
(2) Γαμηλεία : Α.Πετροπούλου.Δημόσιος & Ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα.Τόμος Α! ΕΑΠ Πάτρα 2000.
(3) Γιορτή των Απατουρίων : γινόταν προς τιμήν του φράτριου Δία και της φράτριας Αθηνάς.
(4) Απαγόρευση γάμου : Sarah B.Pomeroy. Oι γυναίκες και η πόλη της Αθήνας.
(5) Νομιμότητα του γάμου : Cl.Mosse.Η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα. Σελ.25. Εκδ.Παπαδήμας.
(6) Eδνα : η προίκα.
(7) Αποτίμημα : M.I.Finley. Studies in Land and Credit in Ancient Athens. New Brunswick 1952.
( 8 ) Πλούταρχος : Κατ’Αλκιβιάδη, 14. Ο βιος Αλκιβιάδη.8 μετ.Παπακωνσταντίνου.Εκδ.Ζαχαρόπουλος.
(9) Ξενοφών : απομνημονεύματα. Αναφέρει πως η εταίρα Θεοδότη ήταν η φίλη του Αλκιβιάδη.
(10) Παλλακή : φτωχή κοπέλλα ή δούλη.
(11) Μέτοικοι εταίρες : κλασικό παράδειγμα η Ασπασία εταίρα του Περικλή, η Ροδώπις η Αιγυπτία εταίρα, η Νέαιρα και η Θεοδότη.
(12) Ηρόδοτος : Hρόδ. 5,88.
(13) Περόνες : παραμάνες.
Ισοκράτη, Πανηγυρικός
Γράφει : o Πάνος Ν.Ρούσσης
Στις 20 του περασμένου Ιουλίου εγκαινιάσθηκε στην Αθήνα και στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, έκθεση που έχει σαν θέμα, τον τρόπο ζωής της Αθηναίας γυναίκας στην διάρκεια της περιόδου από τον 7ο μέχρι τον 4ο αι, π.Χ. Η έκθεση αυτή παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά με μεγάλη επιτυχία στο Ωνάσειο Πολιτιστικό ΄Ιδρυμα της Νέας Υόρκης στις Η.Π.Α. και μετεφέρθη στην Αθήνα όπου εμπλουτίσθηκε ακόμα περισσότερο με νέα ευρήματα.
Ποιός όμως είναι ο αντιπροσωπευτικός τύπος της Αθηναίας γυναίκας στην χρονική περίοδο που εξετάζουμε και ποιός ήταν ο τρόπος και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εκείνη ζούσε ;
Μήπως θα πρέπει να αρκεσθούμε γι’αυτό αναγνωρίζοντας σαν εκπρόσωπό της μια διανοουμένη και φημισμένη ποιήτρια, την Σαπφώ από την Λέσβο ή μήπως την Ξανθίπη, την γυναίκα του Σωκράτη που έμεινε στην ιστορία με την προσωνυμία «η Μέγαιρα», αφού ο Σωκράτης την απέπεμψε με σκαιό τρόπο από το κρεβάτι του θανάτου, προτιμώντας να πεθάνει ανάμεσα στους άνδρες μαθητές του ;
Μήπως πάλι θα πρέπει να αναφερθούμε στην Ιππαρέτη την σύζυγο του Αλκιβιάδη, που για ν’αντιμετωπίσει τον διασυρμό της από τον σύζυγό της, εγκατέλειψε το σπίτι τους και τρέχοντας κατέφυγε στον αρμόδιο άρχοντα της πόλεως και κατέθεσε αίτηση διαζυγίου, πράγμα πρω-τοφανές για τα ήθη της εποχής εκείνης, όταν πληροφορήθηκε ότι ο Αλκιβιάδης διαλαλούσε στην αγορά ότι ήταν ελεύθερος να συζεί με πόρνες κι’ακόμα να τις μπάζει στο σπίτι του, ή ακόμα να αναφερθούμε στην Ασπασία την σύντροφο του Περικλή, που γεννημένη στην Μίλητο ήλθε στην Αθήνα και από εταίρα υψηλού επιπέδου εξελίχθηκε σε διευθύντρια οίκου εταίρων και που βασική της δουλειά ήταν να εκπαιδεύει ομάδες νεαρών κοριτσιών για να γίνουν εταίρες, και από εκεί, σε μια από τις πιο διάσημες γυναίκες της Αθήνας του 5ου π.Χ.αι;
Αυτές λοιπόν οι επώνυμες Αθηναίες που έμειναν στην ιστορία με τα καμώματά τους, αποτελούν τον αντιπροσωπευτικό τύπο της Αθηναίας της εποχής εκείνης, ή θα πρέπει να την αναζητήσουμε στην ανώνυμη αστή που ζούσε στις υπώρειες και τριγύρω από τον ιερό βράχο καθώς και στους γύρω δήμους;
Kατ’ αρχήν, οι γυναίκες που ζούσαν στην κλασική Αθήνα χωρίζονταν σε τρεις κατηγορίες. Των πολιτών, των μετοίκων και των δούλων, όπως αντίστοιχα και οι άνδρες. Για να γίνει κανείς Αθηναίος
«πολίτης», έπρεπε να έχει γεννηθεί στην Αθήνα και να έχει «έγγειο ιδιοκτησία»(1), ενώ το 451/450 π.Χ. ο Περικλής νομοθέτησε ότι Αθηναίος πολίτης, ήταν αυτός που κατήγετο από πατέρα πολίτη και μητέρα αστή. Η αναγνώριση στα κορίτσια της ιδιότητος της αστής (γαμηλεία)(2), γινόταν στην γιορτή των Απατουρίων (3), χωρίς όμως να τους αναγνωρίζεται καμιά δικαιοπρακτική δυνατότητα, κι’ακόμα κανένα πολιτικό δικαίωμα.
Ως «Μέτοικοι» χαρακτηρίζοντο οι ξένοι που ήσαν μόνιμα εγκατεστημένοι στην Αθήνα χωρίς όμως να έχουν πολιτικά δικαιώματα.
Τέλος οι δούλοι βασικά ήσαν αιχμάλωτοι ή αιχμάλωτες που πιάστηκαν στην μάχη ή που πουλήθηκαν ως λεία κάποιας επιδρομής. Δούλες επίσης εμφανίζονταν ανάμεσα στα δώρα που αντήλλασαν οι άρχοντες, κι’ακόμα οι αγορασμένες γυναίκες, όπως π.χ. η Ευρύκλεια, η τροφός του Οδυσσέα και μετά του Τηλέμαχου, αγορασμένη από τον Λαέρτη αντί των είκοσι βοδιών.
Πρωταρχικός στόχος και καθήκον της γυναίκας από την τάξη των «πολιτών», απέναντι στην πόλη της Αθήνας, ήταν ο γάμος και η μητρότητα. ΄Ομως γάμος δεν μπορούσε να γίνει αν μια κοπέλλα δεν είχε μπει στην περίοδο των εμμήνων ρύσεων, δηλαδή κατά μέσον όρον στην ηλικία των 14 ετών. Η Αθηναϊκή νομοθεσία απηγόρευε επίσης τον γάμο μεταξύ δύο απογόνων που είχαν βγεί από την ίδια μήτρα, ενώ παιδιά από τον ίδιο πατέρα αλλά από διαφορετική μητέρα επιτρεπόταν να παντρευτούν μεταξύ τους.(4)
Η διαδικασία του γάμου δεν διέφερε και πολύ από την σημερινή. Πριν από τον γάμο προηγείτο ο αρραβώνας, που ήταν μία σύμβασις που συνήπτε ο κηδεμόνας της νύφης με τον κηδεμόνα του γαμπρού, αν αυτός ήταν πολύ νέος ή με τον ίδιο τον γαμπρό αν αυτός ήταν ενήλικος.
Όπως είναι επόμενο όλη αυτή η διαδικασία γινόταν για να προστατεύσουν οι γονείς τις κόρες τους.Η προίκα της νύφης έπρεπε να μένει άθικτη σε όλη της την ζωή και να χρησιμοποιείται και μόνον για να αποδίδει ένα εισόδημα για την συντήρησή της. Κανείς δεν μπορούσε να χρησιμοποιήσει την προίκα για άλλον σκοπό, ούτε ακόμα και ο σύζυγος, αλλά ούτε κάν η ίδια. Ο σύζυγος μπορούσε να εκμεταλευτεί το αρχικό κεφάλαιο, ήταν όμως υποχρεωμένος να συντηρεί την σύζυγό του απ’το εισόδημα της προίκας. Σε περίπτωση λύσεως του γάμου, ο σύζυγος ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει την προίκα στον κηδεμόνα της πρώην πλέον συζύγου του, άθικτη ή εάν καθυστερούσε την επιστροφή της, να πληρώσει το κεφάλαιο με τόκο υπολογιζόμενο με 18%.
Κατά έναν περίεργο τρόπο, δεν υπήρχε στην αρχαία Ελληνική γλώσσα, ειδικός όρος για την απόδωση της ενοίας του θεσμού του γάμου. Η πράξις με την οποία ένα ζευγάρι ενωνόταν νόμιμα ονομαζόταν «εγγύη».Στην ουσία ήταν μιά προφορική υπόσχεση που δινόταν «ενώπιον μαρτύρων», βάσει της οποίας η νύφη παραδινόταν απ’τον πατέρα ή τον κηδεμόνα της στον μέλλοντα σύζυγό της, με την δημιουργία ενός προικώου συμβολαίου ανάμεσα στους δύο οίκους.(5)
Μετά απ’αυτή την τακτοποίηση η γυναίκα ερχόταν να κα- τοικήσει στο σπίτι του συζύγου της ή του πατέρα του, κι’αυτή η συγκατοίκηση ήταν αυτή που θεμελίωνε την νομιμότητα του γάμου, όπως επίσης η ανταλλαγή των «έδνων»(6) καί η γαμήλια τελετή εισδοχής της νύφης στο σπίτι του συζύγου της.
Η προίκα, που δεν ήταν υποχρεωτική, αποτελούνταν βασικά από νομίσματα, από ενδύματα, από πολύτιμα σκεύη, αλλά και από ακίνητα τα οποία ο πατέρας της νύφης εμπιστευόταν στον γαμπρό του, χωρίς όμως να παραιτείται από ένα δικαίωμα εποπτείας επ’αυτών, μέσω μια ειδικής μορφής υποθήκης η οποία λεγόταν «αποτίμημα» (7).
Από τα παραπάνω εκτεθέντα συμπεραίνεται ότι η Αθηναία έμενε πάντα μιά ανήλικη και επομένως σαν ανήλικη είχε ανάγκη να κηδεμονεύεται από κάποιον άνδρα, πρώτα απ’τον πατέρα της και μετά από τον σύζυγό της, και αν αυτός πέθαινε πρώτος από τον γιό της, ή ακόμα απ’τον πιο στενό της συγγενή. ΄Ηταν εντελώς αδιανόητη η ύπαρξις μιας ανύπαντρης ή παντρεμένης γυναίκας, ανεξάρτητης, που να διαχειρίζεται μόνη της την προσωπική της περιουσία. Είναι επίσης προφανές ότι ποτέ μια νέα γυναίκα δεν είχε την ελευθερία να επιλέξει τον σύντροφό της. Ο γάμος αποφασιζόταν απ’ τον πατέρα της ή τον κηδεμόνα της όταν αυτή έμπαινε στην εφηβεία, και ήταν αυτός που επέλεγε τον σύζυγό της που συνήθως ήταν μέσα απ’ το οικογενειακό τους περιβάλλον.
Δεν μπορούμε επίσης να μιλήσουμε για διαζύγιο με την μορφή που αυτό υπάρχει σήμερα. Θα ήταν προτιμότερο να μιλήσουμε για μια «απόφαση διακοπής σχέσεων», απόφαση που σχεδόν πάντα την έπαιρνε ο σύζυγος, ή με κοινή συνέναιση.Σ’ αυτή λοιπόν την περίπτωση, ο σύζυγος απλά έστελνε πίσω στον πεθερό του τη γυναίκα του και υποχρεωτικά και την προίκα της άθικτη όπως την είχε παραλάβει κατά τον αραββώνα, πράγμα που λειτουργούσε ανασταλτικά για τον χωρισμό, ιδιαίτερα όταν η προίκα δεν υπήρχε πλέον.
Ο πατέρας ή ο κηδεμόνας της ήταν πλέον ελεύθερος να την ξαναπαντρέψει, αφού και η προίκα ήταν αφάγωτη και οι γυναίκες με προίκα, ευπρόσδεκτες αφού η αναλογία ανδρών και γυναικών στην Αθήνα ήταν πέντε άνδρες προς μιά γυναίκα. Στην ίδια περίπτωση, η γυναίκα, είτε μπορούσε να υποβάλλει την «αίτηση διακοπής σχέσεων» μέσω του κηδεμόνα της, δηλαδή του .... συζύγου της, είτε να ενεργήσει ως ενήλικη, οπότε έπρεπε να καταθέσει την αίτησή της αυτοπροσώπως στον τοπικό άρχοντα.Για την περίπτωση αυτή έχουμε την μαρτυρία του Πλούταρχου ( 8 ), που μας πληροφορεί ότι η Ιππαρέτη, σύζυγος του Αλκιβιάδη,όταν έμαθε ότι ο σύζυγός της την απατούσε με ξένες και Αθηναίες εταίρες(9) έφυγε απ’το σπίτι τους και κατέφυγε στο σπίτι του αδελφού της Καλλία. Στη συνέχεια εμφανίσθηκε αυτοπροσώπως και όχι δι’αντιπροσώπου όπως έπρεπε στον αρμόδιο άρχοντα και του παρέδωσε την «απόφασή της διακοπής σχέσεων». ΄Οταν το έμαθε όμως ο Αλκιβιάδης, κατέφθασε κι’αυτός στο δικαστήριο, και αρπάζοντάς την απ’τα μαλλιά, την μετέφερε σηκωτή στο σπίτι τους, περνώντας μέσα απ’ την αγορά, χωρίς κανείς να τολμήσει να φέρει αντίρρηση, ή να του την πάρει από τα χέρια.
Ο κανόνας στην Αθήνα της κλασικής εποχής, ήταν η μονογαμία, δηλαδή ο Αθηναίος πολίτης είχε δικαίωμα να έχει μία μόνο νόμιμο σύζυγο, η οποία και του έδινε τους νόμιμους απογόνους.΄Ομως αυτός ο κανόνας δεν τηρείτο, και ο Αθηναίος μπορούσε να απολαμβάνει ελεύθερα τις περιποιήσεις των εταίρων, ή των «παλλακίδων»(10) που μπορούσε να τις φέρνει και στο σπίτι του, να συζούν όλοι μαζύ, και να του κάνει και παιδιά, χωρίς αυτό να είναι επιλήψιμο ή να συνιστά μοιχεία.
Η μόνη επιλήψιμη μοιχεία του συζύγου ήταν η διαπραττομένη με την νόμιμη σύζυγο άλλου Αθηναίου πολίτη.
Σε αντίθεση με τ’ανωτέρω, η μοιχεία της γυναίκας ήταν σοβαρό αδίκημα θεωρούμενο ως δημόσιο έγκλημα και επέφερε σοβαρές κυρώσεις και στους δύο μοιχούς. Κατ’ αρχήν ο απατηθείς σύζυγος είχε το δικαίωμα, αλλά όχι και την υποχρέωση, χωρίς να προηγηθεί δίκη, να φονεύσει τον εραστή της συζήγου του, ή το ολιγότερο να προσπαθήσει να κάνει έναν χρηματικό διακανονισμό μαζύ του.
Η μοιχαλίς όμως τιμωρείτο αυστηρά και ο απατηθείς σύζυγος είχε το δικαίωμα να την διώξει από το σπίτι του. Στην περίπτωση αυτή η μοιχαλίς ως κοινωνικά απόβλητη, δεν μπορούσε να βρεί νέο σύζυγο, δεν μπορούσε να λάβει μέρος σε δημόσιες τελετές, ούτε να φοράει κοσμήματα.
Η μοιχεία στην κλασική Αθήνα δεν ήταν ένα σύνηθες φαινόμενο. Μάλλον δεν συνέβαινε τόσο συχνά μιά και οι ποινές για την μοιχα- λίδα ήσαν τόσο σοβαρές.΄Ενας λόγος παραπάνω γι’αυτό ήταν το γεγονός ότι η Αθηναία ήταν περιορισμένη στο σπίτι της και έτσι δεν είχε τα περιθώρια να έχει επαφές με άλλους άνδρες.
Η αστή καλής οικογενείας έμενε σπίτι της, τριγυρισμένη από τις δούλες της και έβγαινε απ’αυτό μόνο για να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα. Η φτωχή γυναίκα του λαού όμως ήταν αναγκασμένη
να βγαίνει απ’το σπίτι της για να πάει στην αγορά ή να εργασθεί σε πλούσια σπίτια ως τροφός ή ως παραδουλεύτρα. Εργασίες γυναικών όπως πωλήτριες ενδυμάτων ή φαγητού που είχαν ετοιμασθεί στο σπίτι, κι’ακόμα πλύστρες ρούχων, ή εργαζόμενες σε βιοτεχνίες ρουχισμού ή προσέχοντας μικρά παιδιά, ήσαν δουλειεές που μπορούσαν να κάνουν χωρίς να εμποδίζονται από καμιά διάταξη. Είναι γνωστή η περίπτωση της μητέρας του Ευριπίδη, η οποία κάθε μέρα πήγαινε στην αγορά για να πουλήσει τα χόρτα που μάζευε από το κτήμα της.
Όμως και η σχέση της με άλλες γυναίκες ήταν περιορισμένη αφού στην συντριπτική πλειονότητά τους έμεναν κλεισμένες στο σπίτι τους, μακρυά από οιανδήποτε άλλη επαφή με άλλες γυναίκες εκτός από
την μητέρα τους τις αδελφές τους και τις δούλες τους.
Μένοντας όμως στο σπίτι η Αθηναία σύζυγος είχε πάρα πολλές δουλειές να κάνει, αρχίζοντας από το γνέσιμο του μαλλιού, μετά την ύφανση στο αργαλειό για την κατασκευή ενδυμάτων,την ετοιμασία του φαγητού, την φροντίδα των μικρών παιδιών, την περίθαλψη των ασθενών και των ηλικιωμένων της οικογενείας, την εποπτεία των δούλων, αλλά κυρίως είναι αυτή που κρατάει το ταμείο του σπιτιού της όπου συσσωρεύονται τα αγαθά του οίκου, πραγματικός φύλακας της εστίας του σπιτιού.
Η Αθηναία σύζυγος δεν έβγαινε σπ’το σπίτι της για να πάει στην αγορά για να ψωνίσει. Αυτή ήταν καθαρά μιά ανδρική δουλειά.
Ο κανόνας ήταν, ο άνδρας τις εξωτερικές δουλειές, η γυναίκα τις δουλειές του σπιτιού.
Η Αθηναία, άν και είχε την δυνατότητα να παρακάθεται δίπλα στο σύζυγό της στα συμπόσια, το σύνηθες ήταν να παραμένει στο δωμάτιό της, έχοντας γύρω-γύρω τις υπηρέτριές της, γνέθοντας μαζύ τους το μαλλί για την ύφανση στον αργαλειό. Η αγαπημένη ασχολία των γυναικών του σπιτιού ήταν να ποάνε στην κοντινή βρύση ή πηγάδι και να κουβαλήσουν νερό στο σπίτι με υδρίες. Αυτή όμως ήταν δουλειά των υπηρετριών, που έτσι εύρισκαν τον τρόπο να συναναστραφούν με άλλες γυναίκες και να μάθουν τα κουτσομπολιά της πόλης, που έτρεχαν να τα μεταφέρουν στην κυρά τους.
Οι σύζυγοι τώρα των μετοίκων ζούσαν μια ζωή αρκετά παρόμοια με την ζωή των γυναικών αστών. Δίπλα όμως σ’αυτές ζούσαν και οι γυναίκες «Μέτοικοι», δηλαδή αυτές που είχαν εγκατασταθεί στην Αθήνα οικειοθελώς. Αυτές, επειδή έπρεπε να εξασφαλισθούν μόνες τους χρησιμοποιούσαν το αρχαιότερο γυναικείο επάγγελμα, και οι φτωχότερες γινόντουσαν πόρνες. Ορισμένες όμως απ’αυτές εξελίσοντο στις επονομαζόμενες «εταίρες».Αυτές ήσαν και οι μόνες πραγματικά ελεύθερες γυναίκες στην Αθήνα. Μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα και να συμμετέχουν στα συμπόσια όπου κρατούσαν «συντροφιά» σε ισχυρούς άνδρες από τους οποίους βέβαια συντηρούνταν(11).
Όλες οι αξιοπρεπείς Αθηναίες φορούσαν έναν απλό χιτώνα που ήταν από μαλλί ή λινάρι, δωρικού ή ιωνικού ρυθμού που εφτανε ως τους αστραγάλους. Πάνω από τον χιτώνα έριχναν ένα «ιμάτιον» που μπορούσαν να το ρίξουν πάνω απ’το κεφάλι τους, ώστε να δημιουργηθεί μια κουκούλα. Βέβαια οι πόρνες, οι εταίρες και οι παλλακίδες δεν ακολουθούσαν τον κανόνα και φορούσαν πολύχρωμα κροκωτά φορέματα.
Ο Ηρόδοτος (12) μας δίνει την πληροφορία ότι παλαιότερα όλες οι Αθηναίες φορούσαν δωρικό ένδυμα που στερεονώταν στον ώμο με περόνες. Κάποτε όμως οι Αθηναίες χρησιμοποίησαν αυτές τις περόνες (13) σαν όπλα εναντίον κάποιου που τους έφερε το θλιβερό μαντάτο για τον θάνατο ενός συζύγου τους, και θέλοντας να τις τιμωρήσουν, τις υποχρέωσαν να φορέσουν τον Ιωνικό χιτώνα, ο οποίος είχε ραφές αντί για περόνες.
΄Οσο κι’αν φαίνεται περίεργο, αυτές οι περιορισμένες στο σπίτι τους Αθηναίες γυναίκες, είχαν απόλυτη ελευθερία για την άσκηση των θρησκευτικών τους καθηκόντων.Συμμετείχαν ελεύθερα μαζύ με τους
άνδρες σ’όλες τις Αθηναϊκές λατρείες και πρώτα απ’όλες στα «Παναθήναια» που ήταν μιά γιορτή που οι Αθηναίοι τελούσαν κάθε χρόνο στην επέτειο της γεννήσεως της Αθηνάς. Στην γιορτή αυτή σημαντική παρουσία είχαν οι «κανηφόροι» που ήσαν κορίτσια παρθένοι, κόρες ευγενών οικογενειών που μετέφεραν ιερά κάνιστρα στην πομπή.
Κάθε τέσσερα χρόνια τελούνταν τα «Μεγάλα Παναθήναια» για τα οποία νεαρές Αθηναίες έραβαν τον καινούργιο πέπλο με τον οποίο έντυναν το ξόανο της θεάς. Ο πέπλος μεταφερόταν στον ναό της Αθηνάς στην Ακρόπολη ανηρτημένος σαν ιστίο σ’ένα κατάρτι ενός πλοίου που κυλούσε πάνω σε ρόδες.
Στα «Μικρά» και στα «Μεγάλα Ελευσίνια Μυστήρια» που τελούνταν κάθε χρόνο προς τιμήν της Δήμητρας και της Κόρης (Περσεφόνη), η παρουσία νεαρών κοριτσιών αλλά και παντρεμένων γυναικών ήταν πληθωρική. Η «Δαδουχούσα», οι «Ιεροφαντίδες» και οι «Παναγείς» (πάναγνες) αποτελούσαν τους βοηθούς αντιστοίχως, των ανδρών ιερέων.
Στην «κερνοφορία» την πομπική δηλαδή περιφορά των ιερών σκευών, λάμβαναν μέρος μόνον γυναίκες που εκτελούσαν ιερούς χορούς στην ανάμνηση του μύθου των γυναικών της Ελευσίνας που χόρεψαν για να τιμήσουν την Δήμητρα.
Στα «Θεσμοφόρια» που ήταν μια μεγάλη γιορτή προς τιμήν της Δήμητρας, μονον ελεύθερες γυναίκες με άμεμπτη υπόληψη επιτρεπόταν να συμμετάσχουν. Η ύπαρξη των «Θεσμοφορίων» αλλά και άλλων
εορτών στις οποίες μετείχαν αποκλειστικά γυναίκες, έχει δεχθεί πολλές ερμηνείες. Η κυριότερη μας παραπέμπει στην μητριαρχική περίοδο της ανθρωπότητας όταν όλη η θρησκεία βρισκόταν στα χέρια γυναικών.
Ανακεφαλαιόνοντας όσα ανωτέρω ανεπτύχθησαν για την ζωή της Αθηναίας στην κλασική εποχή, βγαίνει το συμπέρασμα ότι μολονότι με τα σημερινά μέτρα, η ζωή της γυναίκας αυτής, μας φαίνεται περιορισμένη και άχαρη, χωρίς να της παρέχει ιδιαίτερα δικαιώματα και απολαύσεις, εν τούτοις δεν έχουμε το δικαίωμα να ισχυρισθούμε ότι η πλειονότητα των γυναικών αυτών ένιωθε δυσαρεστημένη και δυστυχισμένη. Δεν υπήρχε αόριστα ένα σύνολο Αθηναίων γυναικών, αλλά Αθηναίες αστές, μέτοικοι και δούλες. Η κάθε μία ζούσε βάσει των συνθηκών της τάξεώς της. Η σύζυγος του Αθηναίου πολίτη ζούσε πιό κοντά στις υπηρέτριές της παρά στις όμοιές της. Η γυναίκα του μέτοικου δεν ξεχώριζε από την αστή και ζούσε μιάν άνετη ζωή. Η εταίρα ήταν πιό ελεύθερη στις κινήσεις της και τέλος η δούλα ζούσε στη σκιά της κυράς της. ΄Ομως όσο και αν αυτές οι διαφορές τάξεως να ήσαν ουσιαστικές, αυτές διαλύονταν από το γεγονός ότι όλες αποκλείονταν απ’την πολιτική ζωή του τόπου. ΄Εμενε μόνον υπέρ της αστής το πλεονέκτημα ότι με το να εξασφαλίζει την αναπαραγωγή της αστικής τάξεως, ήταν απαραίτητη γι’αυτήν.
Επεξηγήσεις:
(1) Έγγειος ιδιοκτησία: F.Chatelet. Η γέννηση της ιστορίας. Εκδ.Σμίλη Αθ.1962. Σελ.61.
(2) Γαμηλεία : Α.Πετροπούλου.Δημόσιος & Ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα.Τόμος Α! ΕΑΠ Πάτρα 2000.
(3) Γιορτή των Απατουρίων : γινόταν προς τιμήν του φράτριου Δία και της φράτριας Αθηνάς.
(4) Απαγόρευση γάμου : Sarah B.Pomeroy. Oι γυναίκες και η πόλη της Αθήνας.
(5) Νομιμότητα του γάμου : Cl.Mosse.Η γυναίκα στην αρχαία Ελλάδα. Σελ.25. Εκδ.Παπαδήμας.
(6) Eδνα : η προίκα.
(7) Αποτίμημα : M.I.Finley. Studies in Land and Credit in Ancient Athens. New Brunswick 1952.
( 8 ) Πλούταρχος : Κατ’Αλκιβιάδη, 14. Ο βιος Αλκιβιάδη.8 μετ.Παπακωνσταντίνου.Εκδ.Ζαχαρόπουλος.
(9) Ξενοφών : απομνημονεύματα. Αναφέρει πως η εταίρα Θεοδότη ήταν η φίλη του Αλκιβιάδη.
(10) Παλλακή : φτωχή κοπέλλα ή δούλη.
(11) Μέτοικοι εταίρες : κλασικό παράδειγμα η Ασπασία εταίρα του Περικλή, η Ροδώπις η Αιγυπτία εταίρα, η Νέαιρα και η Θεοδότη.
(12) Ηρόδοτος : Hρόδ. 5,88.
(13) Περόνες : παραμάνες.