Οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι τραπέζι χωρίς συζήτηση δεν διαφέρει από τη φάτνη και φάτνη είναι το παχνί που τρώνε τα ζώα.
Η λέξη συμπόσιο είναι σύνθετη από την πρόθεση <<συν>> (= μαζί) και το ουσιαστικό <<πόσις>> (εκ του πίνω). Συνεπώς συμπόσιο σημαίνει να πίνουμε μαζί.
Οι πρόγονοί μας έδιναν μεγάλη σημασία σ' αυτή την εκδήλωση. Υπήρχαν συγκεκριμένοι κανονισμοί που ακολουθούνταν κατά τη διάρκεια του συμποσίου και τος οποίους έπρεπε να τηρήσει αυτός που συμμετείχε σ' αυτό. Φρόντιζαν μάλιστα ο αριθμός των παρευρισκομένων να είναι μονός, ώστε σε περίπτωση διαφωνίας στο θέμα που θα συζητούσαν να μην προέκυπτε ισοψηφία.
Το συμπόσιο άρχιζε νωρίς το βράδυ και συνεχιζόταν πολλές φορές μέχρι τις πρωινές ώρες. Οι συνδαιτυμόνες κάθονταν κατά τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν την δυνατότητα να συνομιλούν μεταξύ τους.
Οι πρόγονοί μας ποτέ δεν έπιναν κρασί κατά την διάρκεια του φαγητού. Άρχιζαν με το πρόπωμα, κρασί με μέλι, που ήταν <<άκρατο>> και ακολουθούσε το σερβίρισμα των πιάτων με συγκεκριμένη σειρά.
Πλούσια τα φαγητά, μεγάλη ποικιλία, δίαφορες γεύσεις.
Όταν ολοκλήρωναν το δείπνο έπλεναν τα χέρια τους, όπως και στην αρχή στα χερόνιπτρα και στη συνέχεια ξεκινούσε η οινοποσία. Οριζόταν και ένας αρχισυμποσιάρχης ο οποίος καθόριζε το πόσο θα έπιναν οι συνδαιτυμόνες. Το κυριότερο όμως και το σπουδαιότερο μέρος του συμποσίου ήταν η συζήτηση.
Ο καθένας, με τη σειρά του και με τάξη, ανελάμβανε να μιλήσει για το συγκεκριμένο θέμα της συζητήσεως.
Το θέμα συνήθως ήταν επίκαιρο και ο καθένας έπρεπε να μιλήσει με αυτοσχέδιο τρόπο, να αναπτύξει δηλαδή τις σκέψεις του με πρωτότυπο τρόπο.
Τα αποτελέσματα της συζήτησης, συνήθως, η άρχουσα τάξη τα ελάμβανε υπ΄ όψη της για τις περαιτέρω αποφάσεις της και ενέργειές της.